Περί Θεμελίων

Τα Τεκτονικά τυπικά υπήρξαν προϊόν μία μακραίωνης εξέλιξης, κατά την οποία προαιώνια αρχέτυπα, που κατηύθυναν και κατευθύνουν τον ανθρώπινο νου και την ανθρώπινη ψυχή, παραδόσεις και τελετουργικές πράξεις κληρονομημένες από τα αρχαία μυστήρια αλλά και διδασκαλίες ονομαστών φιλοσόφων και εν γένει πνευματικών ανθρώπων δόμησαν ένα αρμονικό σύνολο, το οποίο συνοδεύει τον Τεκτονισμό στην πνευματική ανέλιξή του και τον διδάσκει τα βήματα με τα οποία θα ξεκινήσει το ταξίδι στον μακρύ δρόμο προς την αρετή και την αλήθεια, τον οποίο οφείλει εν συνεχεία να ακολουθήσει μόνος του. Εξ αυτού του λόγου, κάθε λέξη, κάθε έννοια αλλά και κάθε τυποποιημένη κίνηση εντός των εργασιών της Στοάς δεν έχει τοποθετηθεί τυχαία, για να διευκολύνει απλά την εξέλιξη του μυητικού δράματος, αλλά αποτελεί κληρονομία των παραπάνω και φέρει από μόνη της ένα υπόβαθρο συμβολισμών. Αποτελεί και η ίδια, με την σειρά της, ένα σύμβολο πλάι στα σύμβολα που ρητά κατονομάζονται και επεξηγούνται μέσα στα τυπικά. Ως αυτοτελές σύμβολο, από την άλλη, επιδέχεται και το ίδιο πολλαπλές και, συχνά, αντιφατικές ερμηνείες και εναπόκειται εις ένα έκαστο των Αδελφών να το αποκρυπτογραφήσει βάσει των προσωπικών βιωμάτων και πνευματικών εμπειριών που θα αποκτήσει στην πορεία του.

Την σημασία ενός τέτοιου συμβόλου φέρει και μία κίνηση η οποία συναντάται κατά την τελετή εισδοχής του Μαθητού Τέκτονος και ολοκληρώνει και επισφραγίζει την τελετή αυτή. Συγκεκριμένα, ο νεόφυτος, αφού έχει περάσει επιτυχώς όλες τις μυητικές δοκιμασίες, έχει κριθεί άξιος να ονομάζεται Τέκτονας, έχει ενδυθεί το περίζωμα και έχει γνωρίσει τα εργαλεία καθώς και την βασική διδασκαλία του Α΄ βαθμού, λαμβάνει τη θέση του μεταξύ των Μαθητών στην στήλη του Βορρά. Η κίνηση αυτή συνοδεύεται από ιδιαίτερη συγκινησιακή φόρτιση, καθώς εφ’ εξής ο νεόφυτος θα μπορεί να παρίσταται στις εργασίες της Στοάς ως Αδελφός μεταξύ Αδελφών, ίσος μεταξύ ίσων και αναγνωρισμένος από τους Αδελφούς του ως Τέκτονας.

Το πλέον σημαντικό στην εκ πρώτης όψεως τυπική αυτή κίνηση είναι ότι ο νεόφυτος, μετά από σχετική εντολή του Σεβασμίου Διδασκάλου, κάθεται επικεφαλής της στήλης των Μαθητών, στην πρώτη θέση, που γειτνιάζει με την Ανατολή. Για την συγκεκριμένη ημέρα δεν είναι ένας απλός Μαθητής αλλά ο πρώτος των Μαθητών. Σε μία πρώτη ανάγνωση, η τοποθέτηση του νέου Αδελφού στην κεφαλή της στήλης των Μαθητών ενέχει τον χαρακτήρα απόδοσης τιμών στον θαρραλέο άντρα που ολοκλήρωσε επιτυχώς την τελετή της μύησης εμπνεόμενος από τον πόθο να γίνει κοινωνός των μυστικών του Τεκτονισμού και της αναγνώρισης της αξίας του διαβήματός του από τους άλλους Αδελφούς. Λειτουργεί, επίσης, και ως καταπραϋντικό, ώστε ο νέος Αδελφός να ξεπεράσει το σοκ από τις πρωτόγνωρες εμπειρίες της μύησης, να αισθανθεί οικείος στο νέο περιβάλλον και να νιώσει έμπρακτα την αγάπη από τους νέους Αδελφούς του, πολλούς από τους οποίους αντικρίζει για πρώτη φορά στη ζωή του.

Σε ένα δεύτερο συμβολικό επίπεδο, όμως, ο νέος Αδελφός εκπροσωπεί την στιγμή αυτή το πανάρχαιο σύμβολο του ακρογωνιαίου λίθου. Υπό την ονομασία ακρογωνιαίος λίθος (cornerstone) εννοείται εν προκειμένω ο θεμέλιος λίθος (foundation stone), ήτοι ο πρώτος λίθος του οικοδομήματος, ο λίθος που τοποθετείται πρώτος κατά την έναρξη των εργασιών ανοικοδόμησης με ειδική πανηγυρική τελετή, εάν πρόκειται για σημαντικά κτίρια, και αποτελεί, συμβολικά βέβαια, το θεμέλιο ολόκληρου του κτιρίου. Παραδοσιακά τοποθετείται στην βορειανατολική γωνία της οικοδομής, όπως, εν προκειμένω, ο νέος Αδελφός λαμβάνει την θέση του στην βορειανατολική γωνία, σύμφωνα με τη συμβολική γεωμετρία της Στοάς. Βέβαια, στην σύγχρονη εποχή, ο ακρογωνιαίος λίθος συμβολικά μόνο αποτελεί και θεμέλιο λίθο, καθώς δεν θάβεται στα θεμέλια αλλά τοποθετείται σε εμφανές γωνιακό σημείο του εξωτερικού τοίχου, συνήθως με μία εγχάρακτη επιγραφή, η οποία υπενθυμίζει σε κάθε περαστικό την ημερομηνία θεμελίωσης του κτιρίου ή και τα επίσημα πρόσωπα που συμμετείχαν στην τελετή θεμελίωσης. Η ιστορία του συμβόλου, όμως, αναμφίβολα σχετίζεται με την πράξη της θεμελίωσης αλλά και της ταφής, συμβολικής ή κυριολεκτικής.

Τελετές θεμελίωσης και απόθεσης του θεμέλιου λίθου ανευρίσκονται σε όλες τις εποχές και σε όλα τα πλάτη και τα μήκη της γης κα έχουν αφήσει τα ίχνη τους στην Ιστορία. Για παράδειγμα, στο Αρχαιολογικό Μουσείο του Βόλου και στο Αρχαιολογικό Μουσείο του Αλμυρού, εκτίθενται λίθινα αγγεία, μέσα στα οποία περιέχονται αντικείμενα, τα οποία θεωρείται ότι σχετίζονται με ιδιωτικές τελετουργίες και πράξεις με μαγικές προεκτάσεις και μαγικό χαρακτήρα και που σχετίζονται με την θεμελίωση σπιτιών, τα λεγόμενα «εγκαίνια». Ο όρος «εγκαίνια» στην Αρχαία Ελλάδα δεν σήμαινε την αντίστοιχη σημερινή τελετή ή εορτή αλλά τα αντικείμενα που χρησιμοποιούντο με τελετουργικές πράξεις, οι οποίες συνεχίζονται μέχρι σήμερα προκειμένου να προσδώσουν καλή τύχη στο οίκημα αλλά και στους ενοίκους. Ειδικότερα έχουν βρεθεί στην Μαγνησία λίθινα αγγεία, θαμμένα κάτω από το δάπεδο αρχαίων οικιών, που περιείχαν βότσαλα, κότσια, κομμάτια σπασμένων αγγείων και άλλα αντικείμενα, τα οποία ίσως είχαν κάποια ιδιαίτερη σημασία για την τελετή της θεμελίωσης. Επίσης, σε λίθινο αγγείο που βρέθηκε στην αρχαία Άλο, σε οικία της Ελληνιστικής εποχής και χρονολογείται στον 3ο π.Χ. αι., περιέχονται δύο μεταλλικά φιδάκια, σιδερένιο και ασημένιο, αντίστοιχα, τα οποία σχετίζονται με λαϊκές δοξασίες και συνδέονται με την τελετουργία της θεμελίωσης. Σε άλλες περιοχές της Ελλάδας τα «εγκαίνια» ήταν απλοί λάκκοι στο δάπεδο των σπιτιών, όπου τοποθετούσαν μικρογραφίες αγγείων.

Οι αρχαιότερες, όμως, τελετές θεμελίωσης, πέραν του σαφούς μαγικοθρησκευτικού χαρακτήρα τους, είχαν και άμεση σχέση με θυσίες ανθρώπων ή ζώων ή, στα μεταγενέστερα χρόνια, συμβολικών θυσιών, ώστε ο θεμέλιος λίθος να ραντιστεί με το αίμα του θύματος, προκειμένου το οικοδόμημα να αποκτήσει δύναμη και σταθερότητα. Στην Ιαπωνία αναφέρονται οι λεγόμενες Hitobashira ή ανθρώπινοι πυλώνες, δηλαδή παρθένες ή και άλλοι άνθρωποι που θάβονταν ζωντανοί στα θεμέλια κάποιου σημαντικού κτιρίου ως ικεσία προς τους θεούς για να το προστατεύουν από φυσικές καταστροφές ή εχθρικές εισβολές. Και βέβαια, στο σημείο, αυτό δεν είναι δύσκολο να θυμηθούμε το δημοτικό τραγούδι «Του γιοφυριού της Άρτας», στο οποίο η ελληνική λαϊκή παράδοση έχει διατηρήσει αυτούσια την ανάμνηση τέτοιων πανάρχαιων ανθρωποθυσιών. Η αιματηρή θυσία έχει παραμείνει ζωντανή μέχρι και τα πολύ πρόσφατα χρόνια στην ελληνική παράδοση, μέσω της θυσίας ενός κόκορα ή ενός αρνιού στα θεμέλια ενός νέου κτιρίου. Ως συμβολική επιβίωση των αρχαίων ανθρωποθυσιών, ο Frazer αναφέρει την ταφή της σκιάς του «θύματος» μέσω της τοποθέτησης του θεμελίου λίθου στο σημείο όπου πέφτει η σκιά αυτού που θα θυσιαστεί συμβολικά. Σύμφωνα με τις σχετικές λαϊκές δοξασίες, αυτός του οποίου η σκιά «θάβεται» πρόκειται να πεθάνει εντός του ίδιου χρόνου. Τελετές θεμελίωσης αναφέρονται και στην Ιστορία, όπως, για παράδειγμα, η τοποθέτηση του θεμελίου λίθου του ρωμαϊκού Καπιτωλίου, που περιγράφει ο Τάκιτος, ή η θεμελίωση με τεκτονικό τυπικό του Καπιτωλίου στην Ουάσινγκτον.

Η τοποθέτηση του νεομύητου στην κορυφή της στήλης των Μαθητών αποτελεί συμβολική αναβίωση των ανωτέρω τελετών θεμελίωσης. Για τον πληρέστερο αποσυμβολισμό, όμως, της τελετουργικής αυτής πράξης πρέπει να εξετάσουμε εγγύτερα τόσο τις λεπτομέρειες όσο και τους σκοπούς της, όπως αυτοί προκύπτουν από την ανάγνωση της πράξης αυτής υπό τα φως του γενικότερου τεκτονικού συμβολισμού.

Κατ’ αρχήν πρέπει να δούμε ποια είναι η οικοδομή που αρχίζει να χτίζεται την ημέρα της μύησης και θεμέλιος λίθος της είναι ο νεομύητος. Η πρώτη απάντηση δίδεται άμεσα από την τεκτονική διδασκαλία. Σκοπός κάθε Τέκτονα είναι η ανοικοδόμηση του ναού της Αρετής, δηλαδή της ίδιας του της ψυχής. «Αλλ’ έρχεται ώρα, και νυν εστίν, ότε οι αληθινοί προσκυνηταί προσκυνήσουσι τω Πατρί εν πνεύματι και αληθεία», λέει ο Χριστός στην Σαμαρείτιδα στον γνωστό ευαγγελικό διάλογο. Ενώ ο Απόστολος λέει ότι το σώμα είναι ο ναός του Θεού και όποιος φθείρει το ναό του θα τον φθείρει και τον ίδιο ο Θεός. Η μακρά πορεία του Τέκτονα αποσκοπεί στην κάθαρση της ψυχής του από τα πάθη και τα ελαττώματα και στην γενικότερη βελτίωση και ανύψωσή του ως ανθρώπινου όντος εν γένει, ώστε να καταστεί πράγματι άνθρωπος κατ’ εικόνα και ομοίωση του Θεού, ανήρ τέλειος και χρηστός για τον εαυτό του και για την κοινωνία εν γένει. Το πρώτο βήμα της μακράς αυτής πορείας έχει γίνει ήδη με την τελετή εισδοχής και όπως ο θεμέλιος λίθος μνημονεύει εσαεί τους πρώτους οικοδόμους του κτιρίου έτσι και η τοποθέτηση του νέου Μαθητού στην θέση του ακρογωνιαίου λίθου θα του υπενθυμίζει συνεχώς από πού ξεκίνησε και με ποιο σκοπό, ώστε να μην λοξοδρομήσει στην πορεία.

Δεν οικοδομείται, όμως, μόνο ο Τέκτονας ως άτομο αλλά και η Στοά ως σύνολο. Η Στοά συνιστά απεικόνιση του σύμπαντος, της δημιουργίας, όχι μόνο στην διάσταση του χώρου, όπως καταδεικνύουν για παράδειγμα οι αστερισμοί, αλλά και στην διάσταση του χρόνου. Όπως και το υλικό σύμπαν δημιουργήθηκε από την προσταγή «Γεννηθήτω Φως» έτσι και το σύμπαν που απεικονίζεται μέσω της Στοάς δημιουργείται κάθε φορά εξ αρχής με την αφή των φώτων κατά το άνοιγμα των εργασιών. Η νέα Στοά που πρόκειται να ανοίξει μετά την τελετή της εισδοχής δεν θα είναι ποτέ ίδια με την παλιά, καθώς ένας νέος παράγων, ο νεομύητος, έχει αλλάξει οριστικά την μορφοδιάταξη. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του και η ενέργεια της οποίας είναι φορέας θα αλληλεπιδράσουν με τους άλλους Αδελφούς σχηματίζοντας ένα νέο σύνολο, το οποίο ενσωματώνει αλλά και υπερβαίνει όλα τα επιμέρους στοιχεία.

Από την αλληλεπίδραση αυτή θα επέλθει, επίσης η αλλοίωση τόσο του ίδιου του νεομύητου όσο και των παλαιότερων Αδελφών. Η είσοδος του νεομύητου έδωσε την κρίσιμη ώθηση για τη νέα διαμόρφωση της συμπαντικής τάξης και δικαίως λαμβάνει αυτός την θέση του ακρογωνιαίου λίθου του κόσμου της Στοάς.
Έντονο συμβολισμό περιέχει και η ίδια η θέση όπου τοποθετείται ο ακρογωνιαίος λίθος, στην βορειανατολική πλευρά της Στοάς, καθώς η Στοά συμβολίζει το σύμπαν, η δεξιόστροφη κίνηση που ακολουθούν υποχρεωτικά όλοι οι Τέκτονες κατά τις μετακινήσεις τους εντός αυτής εικονίζει, σύμφωνα με μία ερμηνεία, την φαινομενική πορεία του ηλίου, η οποία ξεκινάει από την ανατολή, κατέρχεται προς το νότο κατά τη μεσημβρία και καταλήγει στη δύση. Σε αυτήν την ηλιοκεντρική προσέγγιση των τεσσάρων σημείων του ορίζοντα, ο βορράς είναι το πλέον απομακρυσμένο από τον ήλιο σημείο και, ως εκ τούτου, σύμβολο του σκότους. Αντιθέτως η ανατολή θεωρείται σε όλες τις εποχές ως η πηγή του φωτός. Ως τέτοια, δε, συμβολίζει και τον σκοπό, το τέρμα της πορείας κάθε Τέκτονα που ευελπιστεί να δει το αιώνιο Φως. Η τοποθέτηση του νεομύητου στην συμβολή ανατολής και βορρά συμβολίζει την προσωρινή θέση του στο μεταίχμιο των δύο αυτών κόσμων. Βρίσκεται ακόμα με το ένα πόδι στον βορρά, στον βέβηλο κόσμο, καθώς δεν έχει ακόμα, μετά την πολύ πρόσφατη μύησή του, αποδιώξει όλα τα σκότη που τον τύφλωναν στην προγενέστερη ζωή του. Ταυτοχρόνως, είναι ήδη Μαθητής Τέκτονας, έχει κάνει το πρώτο αποφασιστικό βήμα προς την Ανατολή και έχει ήδη λάβει μία πρόγευση του φωτός. Ο νεομύητος βρίσκεται, συνεπώς, ταυτοχρόνως σε δύο κόσμους, κάθε πλευρά του αντικρίζει έναν διαφορετικό κόσμο, όπως και η κάθε πλευρά του ακρογωνιαίου λίθου βλέπει σε διαφορετικός σημείο του ορίζοντα.

Στο σημείο αυτό αξίζει να υπενθυμίσουμε ότι και ο Μεσσίας Ιησούς αντιπαραβάλλεται και απεικονίζεται με το σύμβολο του ακρογωνιαίου λίθου. Στην βάση του συμβολισμού αυτού βρίσκεται ο Ψαλμός ΡΙΖ΄, ο οποίος στον στίχο 22 αναφέρει την γνωστή φράση: «λίθον, ον απεδοκίμασαν οι οικοδομούντες, ούτος εγενήθη εις κεφαλήν γωνίας». Ο Ψαλμός αυτός, ο οποίος σύμφωνα με μία ιστορική εκδοχή εψάλει για πρώτη φορά είτε κατά την θεμελίωση είτε κατά τα εγκαίνια του δεύτερου Ναού της Ιερουσαλήμ, μετά την βαβυλώνια αιχμαλωσία, αναφέρεται στον Ιησού Χριστό, σύμφωνα με την χριστιανική γραμματεία, ή στον ερχόμενο Μεσσία, σύμφωνα με την ραβινική παράδοση. Τον ίδιο, δε, στίχο του Ψαλμού χρησιμοποιεί αυτούσιο στο Ευαγγέλιο και ο Χριστός αναφερόμενος στον εαυτό του. Εν προκειμένω, όσον αφορά τον ακρογωνιαίο λίθο ως σύμβολο της ένωσης δύο κόσμων, ο Επίσκοπος Θεοδώρητος παρατηρεί ότι, όπως ο ακρογωνιαίος λίθος συναρμόζει δύο τοίχους σε ένα κτίριο, έτσι και ο Χριστός ένωσε τους Ιουδαίους και τους εθνικούς που πίστευσαν σε αυτόν στο ενιαίο οικοδόμημα της Εκκλησίας και της μίας πίστης.

Βλέπουμε, όμως, ήδη από την ως άνω Ψαλμό, που χαρακτηρίζεται ως μεσσιανικός Ψαλμός, αναφερόμενος στον Σωτήρα, αλλά και από την εν γένει άκρως τιμητική συμπεριφορά που επιφυλάσσεται στο νεομύητο, ότι αυτός αναγνωρίζεται ως πρόσωπο σημαντικής σπουδαιότητας, μίας σπουδαιότητας που υπερβαίνει την θέση του ως νέου και άπειρου Μαθητού μες στη Στοά. Πράγματι, εδώ η σημασία του ακρογωνιαίου λίθου υπερβαίνει τον ούτως ή άλλως σπουδαίο ρόλο του θεμέλιου λίθου, της πρώτης πέτρας της οικοδομής, και συνδέεται άμεσα με τον ερχόμενο Μεσσία, τον Σωτήρα Χριστό, τον Βασιλέα που, όμως, παρά τον τίτλο του υποφέρει και θυσιάζεται για να σώσει το λαό του. Η αναγόρευση του νέου Μαθητού σε κεντρικό πρόσωπο και, τρόπον τινά, σε ηγέτη του τελεσθέντος μυητικού δράματος συνδέει την τελετή εισδοχής του Μαθητού Τέκτονος με τα αρχαία μυστήρια αλλά και τις αρχέγονες τελετές ενηλικίωσης και μύησης της προϊστορίας. Ο νέος Μαθητής, όπως και οι μυούμενοι στα αρχαία μυστήρια, ενσαρκώνει τον ρόλο του Βλαστικού Ήρωα, του ξένου που έρχεται ως άγνωστος και υποβάλλεται σε δοκιμασίες προκειμένου να ενσωματωθεί στη φυλή, στην μυστηριακή αδελφότητα ή, εν προκειμένω, στη Στοά. Το αρχέτυπο αυτό προέρχεται από τις αρχέγονες μητριαρχικές κοινωνίες, στις οποίες ένας ξένος εισερχόταν στην μικρή ομάδα και αξίωνε την θέση του εντός αυτής ως εραστής της Μεγάλης Μητέρας, της κυρίαρχης θηλυκής μορφής που όριζε την τύχη της φυλής. Περνώντας με επιτυχία τις δοκιμασίες και, κυρίως, την πάλη με τον ήδη υπάρχοντα Ιερό Βασιλιά ενωνόταν με την ομάδα και πρόσθετε την δική του δυναμική, το «νέο αίμα» σε αυτήν. Αν, αντιθέτως, αποτύγχανε ή και πέθαινε κατά τις δοκιμασίες, η φυλή δεν είχε καμία απώλεια. Προκειμένου να εξασφαλισθεί η ανανέωση και η ενδυνάμωση της ομάδας, ο Βλαστικός Ήρωας έπρεπε να είναι ένας ξένος, ένας σκλάβος. Είναι άγνωστος στη φυλή και για αυτόν τον λόγο το πρόσωπό του είναι καλυμμένο με μάσκα ή, διαφορετικά, καλύπτονται μόνο τα ματιά του, όπως συμβαίνει στην εισδοχή του Μαθητού. Το αρχέτυπο αυτό εκπροσωπείται από πλείονες μυθικές φιγούρες, όπως του Διονύσου, του Αδώνιδος ή του Ιάσωνα, ο οποίος εισέρχεται μονοσάνδαλος στην Ιωλκό, όπως ακριβώς και ο μυούμενος στην τ. μύηση. Το αρχέτυπο αυτό δεν εμφανίζεται μόνο στον χώρο της Αρχαίας Ελλάδας αλλά σε διαφορετικούς πολιτισμούς και σε διάφορες εποχές, όπως δηλώνουν ο μύθος του Οσίριδος αλλά και ο «Ωραίος Άγνωστος» του κύκλου των μύθων του Αρθούρου.

Ο νεομύητος, όπως και ο Βλαστικός Ήρωας των αρχαίων μυστηρίων, περνάει με επιτυχία τις δοκιμασίες της μύησης, εντάσσεται οργανικά στη νέα του ομάδα, την Στοά, και αναγνωρίζεται ως ο νέος ήρωας αυτής. Θα ενώσει την δύναμή του και την αξία του με την δύναμη και την αξία των λοιπών Αδελφών και θα τιμηθεί από αυτούς. Όμως, για να δικαιώσει τον ηγετικό ρόλο που του αναγνωρίζεται, θα πρέπει πάντα να είναι πρόθυμος να υπερασπιστεί την Στοά και να θυσιαστεί για αυτήν αν χρειαστεί, όπως και οι αρχέγονοι ήρωες ή μεσσίες θυσίαζαν τον εαυτό τους για την ευημερία του λαού τους. Η τοποθέτηση του νεομύητου στην τιμητική θέση του ακρογωνιαίου λίθου, λοιπόν, υπογραμμίζει την αναγνώριση της αξίας του από τους νέους Αδελφούς του αλλά και του υπενθυμίζει το βάρος και την σημασία των καθηκόντων που ανέλαβε έναντι αυτών και της Στοάς.

Μέχρι εδώ, οι συμβολισμοί της τοποθέτησης του νεομύητου στην κορυφή της στήλης των Μαθητών και του ακρογωνιαίου ή θεμέλιου λίθου προκύπτουν με ασφάλεια και επιβεβαιώνονται από πλήθος αρχαιολογικών και ανθρωπολογικών δεδομένων. Όμως οι ίδιοι οι συμβολισμοί αυτοί μας φέρνουν αντιμέτωπους με ένα παράδοξο, μία αντίφαση που, φαινομενικά, συνοδεύει το σύμβολο αυτό. Ο Mackey στον Συμβολισμό του Τεκτονισμού εξαίρει τις ιδιότητες τους ακρογωνιαίου λίθου, την λαμπρότητα, την μονιμότητα, την αντοχή του και, κυρίως, το απόλυτα κυβικό σχήμα του. Ο ακρογωνιαίος λίθος ξεχωρίζει από τις υπόλοιπες πέτρες του οικοδομήματος, είναι σύμβολο κάλλους και αγιότητας, διαθέτει μία μοναδικότητα και εξαιρετικές ιδιότητες, οι οποίες δεν δικαιολογούνται για τον νεομύητο, ο οποίος βρίσκεται ακόμα, όπως είδαμε, σε μεγάλο βαθμό στα σκότη του βέβηλου κόσμου. Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί ο κυβικός χαρακτήρας του θεμέλιου λίθου. Είναι γνωστό ότι η στήλη των Μαθητών καταλήγει στον αλάξευτο λίθο, τον ατελή ακόμα χαρακτήρα των Μαθητών, τον οποίο καλούνται να λαξεύσουν, εργαζόμενοι με υπομονή, μέχρι να τον τετραγωνίσουν, να φτάσουν στην κυβικό λίθο, δηλαδή στην στήλη της Μεσημβρίας. Όμως, εν προκειμένω, ο νεομύητος κάθεται στην κορυφή της στήλης του βορρά σε άμεση γειτνίαση με τον αλάξευτο λίθο, έχοντας απέναντι του τον κυβικό λίθο, τον οποίο ελπίζει κάποτε να προσεγγίσει, αλλά χαρακτηρίζεται και ο ίδιος κυβικός. Πώς είναι δυνατόν ο νεομύητος, που μόλις έχει ξεκινήσει την πορεία του και την εργασία με τα βάθη του εαυτού του, να χαρακτηρίζεται από την τελειότητα την οποία ελπίζει να αποκτήσει, χωρίς να είναι σίγουρος αν θα το καταφέρει; Μήπως, εν προκειμένω, ο θεμέλιος λίθος αποκτά και μία άλλη διάσταση, κατά κάποιο τρόπο αντίρροπη προς αυτή που ήδη είδαμε;

Όλοι οι ανωτέρω συμβολισμοί σχετικά με τον θεμέλιο λίθο των οικοδομών, τον Βλαστικό Ήρωα, που εκτέλεσε με επιτυχία τους μυητικούς άθλους, ή το νεόφυτο Τέκτονα, που έχει ήδη λάβει θέση μεταξύ των Αδελφών του, χαρακτηρίζονται από ένα στοιχείο οριστικότητας, απεικονίζουν μία απτή πραγματικότητα. Είναι πολύ πιθανό η αβεβαιότητα της μοίρας και οι απρόσμενες εξελίξεις της ζωής να μην επιτρέψουν τελικά την ανοικοδόμηση του κτιρίου. Επίσης, η μελλοντική πορεία του νέου Τέκτονα είναι αβέβαιη, δεν ξέρουμε αν τελικά θα βαδίσει σταθερά τον δρόμο της Αρετής ή αν θα υποδουλωθεί στα χαμηλότερα στοιχεία της ανθρώπινης ύπαρξης. Όμως, το πρώτο και αποφασιστικό βήμα έχει ήδη γίνει. Ο θεμέλιος λίθος έχει τοποθετηθεί και ο καθένας μπορεί να τον δει και να τον αγγίξει. Το ίδιο συμβαίνει και με το νεομύητο, του οποίου η θέση εντός της Στοάς είναι πλέον δεδομένη. Ανεξαρτήτως από την τελική έκβαση της πορείας του, έχει ήδη κάνει μια πρώτη κατάκτηση, η οποία δικαιολογεί την χαρά και τους αισθήματα ευφορίας, καθώς και την ελπίδα για την επιτυχή ολοκλήρωση του έργου που αναλαμβάνει. Για αυτό και η θεμελίωση ενός νέου κτιρίου συνοδεύεται από πανηγυρικές τελετές, όπως και πανηγυρικό είναι το κλίμα στη Στοά μετά την ολοκλήρωση της τελετής εισδοχής.

Σε αντίθεση με το ως άνω σύμβολο ενός απτού και αδιαπραγμάτευτου στοιχείου, ο θεμέλιος λίθος φέρει και έναν βαθύτερο συμβολισμό, αυτόν του αντικειμένου της αναζήτησης. Δεν συμβολίζει, πλέον, αυτό που βλέπουμε αλλά αυτό που προσπαθούμε να ανακαλύψουμε και να γνωρίσουμε.

Ο Mackey, εξηγώντας την μονιμότητα του θεμελίου λίθου, ο οποίος εξακολουθεί να υπάρχει όταν το οικοδόμημα έχει καταρρεύσει από την πάροδο του χρόνου, αναφέρεται στον ακρογωνιαίο λίθο της αθανασίας, στην θεϊκή εκπόρευση που ενυπάρχει εξ αρχής στον άνθρωπο και θα υπάρχει και μετά την διάλυση του υλικού σώματός του. Είναι σαφές, λοιπόν, ότι η εργασία δεν ξεκινάει εκ του μηδενός. Ο νεομύητος, όπως και κάθε άνθρωπος, καλείται να οικοδομήσει το ναό της Αρετής πάνω σε κάτι που ήδη προϋπάρχει και την ύπαρξη του οποίου ενδεχομένως να μην την γνωρίζει ούτε ο ίδιος. Τα θεμέλια έχουν ήδη τεθεί και εμείς καλούμαστε να τα βρούμε εκ νέου, ώστε να αναγείρουμε επ’ αυτών το οικοδόμημά μας με στέρεα βάση. Πώς, όμως, καλούμαστε να βρούμε αυτό που καθορίζει την πορεία μας και το οποίο δεν γνωρίζουμε;

Η ιδέα της αναζήτησης των θεμελίων έχει μακρά πορεία στην ιστορία της επιστήμης και της φιλοσοφίας. Από την αυγή της ανθρώπινης σκέψης, οι άνθρωποι αναζητούσαν την αιτία των πραγμάτων και, μάλιστα, την πρωταρχική αιτία, αυτό που υπάρχει αφ’ εαυτού και δεν αρρύεται την ύπαρξή του από κάτι προγενέστερο ή, ακριβέστερα, θεμελιωδέστερο. Οι Ίωνες φυσικοί φιλόσοφοι αναζήτησαν το πρωταρχικό στοιχείο της φύσης, αυτό από το οποίο δημιουργήθηκε το παν. Η ίδια ακριβώς αναζήτηση εξακολουθεί μέχρι και σήμερα, μέσω της αναζήτησης της αιτίας και της προέλευσης του σύμπαντος. Όλες όμως οι προσπάθειες της ανθρώπινης σκέψης συνιστούν απλώς μετάθεση του προβλήματος προς τα πίσω. Κάθε ανακάλυψη θέτει το αμέσως επόμενο ερώτημα «Και αυτό πού οφείλεται;»

Για να ξεπεραστεί το αδιέξοδο αυτό, οι άνθρωποι από τα πανάρχαια χρόνια απέδωσαν την αιτία των πάντων σε μία υπερβατική αρχή, αιώνια και αυθύπαρκτη. «Εγώ ειμί ο Ων», είπε ο Θεός στον Μωυσή, εννοώντας ότι είναι ο μόνος αυθύπαρκτος, αυτός που δεν υπάρχει αλλά είναι, δεν οφείλει την ύπαρξή του σε κάποια προγενέστερη αιτία. Βέβαια, το ανθρώπινο πνεύμα δεν είναι πρόθυμο να συμβιβαστεί με έτοιμες λύσεις και για αυτό η αναζήτηση της πρωταρχικής αιτίας συνεχίζει να απασχολεί την επιστήμη και την φιλοσοφία. Κάθε γενναία και αποφασιστική απόπειρα αναζήτησης τελεσίδικων απαντήσεων προσκρούει στο τείχος των περιορισμένων ανθρωπίνων δυνατοτήτων. Οι προσπάθειες των Russell και Whitehead, για παράδειγμα, να ανακαλύψουν τα θεμέλια της μαθηματικής επιστήμης προσέκρουσαν στο λεγόμενο παράδοξο του Russell. Το παράδοξο αυτό σχετικά με τα αυτοαναφορικά και τα μη αυτοαναφορικά σύνολα, το οποίο ο Russell απέδωσε σχηματικά με τον κουρέα που κουρεύει όλους τους άλλους πλην του εαυτού του, αποτελεί μία ειδικότερη μορφή του γνωστού ήδη από την αρχαία Ελλάδα παράδοξου σχετικά με τον Κρητικό Επιμενίδη, ο οποίος δηλώνει ότι όλοι οι Κρητικοί λένε ψέματα. Αφού και ο ίδιος είναι Κρητικός, εάν η δήλωσή του αυτή είναι αληθής τότε πράγματι όλοι οι Κρητικοί λένε ψέματα άρα και ο ίδιος, οπότε η δήλωσή του αυτή είναι κατ’ ανάγκη ψευδής. Εάν, αντιθέτως, λέει ψέματα τότε όλοι οι Κρητικοί λένε αλήθεια άρα και ο ίδιος δεν μπορεί να πει ψέματα και η δήλωσή του είναι αληθής. Συνεπώς, εάν θεωρήσουμε την δήλωση ψευδή αποδεικνύεται αληθής ενώ εάν τη θεωρήσουμε αληθή αποδεικνύεται ψευδής. Προσκρούουμε σε ένα ανεπίλυτο παράδοξο που μας απαγορεύει, όπως και στον Russell, κάθε περαιτέρω έρευνα (βέβαια, η αδυναμία οριστικής απάντησης στο θεμελιώδες ερώτημα που έθεσαν οι δύο διανοητές δεν αναιρεί την σπουδαιότητα των επιμέρους ανακαλύψεων που βασίστηκαν στις μελέτες τους). Εν συνεχεία, οι μελέτες του Kurt Gödel περί μη πληρότητας έδειξαν ότι δεν μπορούμε να θεμελιώσουμε ένα πλήρες μαθηματικό σύστημα, απαλλαγμένο από βασικά αξιώματα, δηλαδή από προτάσεις που γίνονται δεκτές ως αληθείς χωρίς να αποδεικνύονται. Αποδεικνύεται, συνεπώς, ότι η ερώτηση για την θεμελίωση του κόσμου από τον λόγο είναι και η εξώτατη δοκιμασία του ίδιου το λόγου.

Φαίνεται, λοιπόν, ότι ο ανθρώπινος νους θέτει ερωτήματα, τα οποία δεν μπορεί να απαντήσει πλήρως με την γλώσσα της λογικής. Τα εργαλεία της λογικής είναι απαραίτητο εφόδιο κάθε Τέκτονα και η σημασία τους υπογραμμίζεται στην Τεκτονική διδασκαλία αλλά δεν επαρκούν. Η γνώση της υπέρτατης Αλήθειας μπορεί να ολοκληρωθεί μόνο μέσα από την γλώσσα των συμβόλων, την πορεία προς το άρρητο και το απόκρυφο. Τον δρόμο και τα μέσα της έρευνας μας τα δίνει το τυπικό του βαθμού: «μελετώντας την Φύσιν, παρατηρούντες τα φαινόμενα, κατερχόμενοι εις το βάθος της συνειδήσεως και ιδίως εναρμονίζοντες τους εαυτούς μας προς τον Παγκόσμιον Ρυθμόν».

Το σύμπαν δεν μπαίνει στα καλούπια των λέξεων. Μέσα από την μυητική πορεία και την διδασκαλία της σιωπής, ο Μαθητής αλλά και ο κάθε Τέκτονας αποκτά την πρόσβαση σε αλήθειες που δεν μπορούν να διδαχθούν με τα συμβατικά μέσα. Βέβαια η αξία του ορθού λόγου επ’ ουδενί δεν υποτιμάται. Η διδασκαλία του Τεκτονισμού και η άσκηση μέσω των τυπικών στοχεύει στην εξισορρόπηση μεταξύ της λογικής και του απόκρυφου, ώστε το ένα να περιορίζει τις αδυναμίες και τις ανοησίες του άλλου, αδυναμίες και ανοησίες στις οποίες μοιραία κάποια στιγμή θα σκοντάψει ο ερευνητής και στους δύο αυτούς δρόμους.

Με οδηγό τις ανωτέρω αρχές, ο Τέκτονας οφείλει να αναζητήσει τα αιώνια θεμέλια του ναού της Αρετής περπατώντας στους δυο φαινομενικά μόνο διαφορετικούς δρόμους: σε αυτόν που οδηγεί στην αρχή του σύμπαντος, στην δημιουργική πνοή του Θεού, και σε αυτόν που οδηγεί στα πιο απόκρυφα βάθη της ψυχής του, στην γνώση του ίδιου του εαυτού. Οι βασικές αλήθειες και οι αιώνιες αξίες, οι θεμέλιοι λίθοι πάνω στους οποίους προσπαθούμε να οικοδομήσουμε τον δικό μας Ναό, ανευρίσκονται, στον βαθμό που μπορούν να ανευρεθούν, τόσο μέσα από την μελέτη του φυσικού κόσμου όσο και μέσα από την εσωτερική μας ενδοσκόπηση με την ορθή χρήση των εργαλείων που μας παρέχει η διδασκαλία κάθε βαθμού.

Προκειμένου να δούμε όσο το δυνατόν περισσότερες όψεις του συμβολισμού του θεμέλιου λίθου θα ρίξουμε μια σύντομη ματιά σε μία χρήση του συμβόλου αυτού από τη λογοτεχνία και, μάλιστα, της επιστημονικής φαντασίας. Αναφέρομαι στην σειρά βιβλίων υπό τον γενικό τίτλο «Θεμέλιο» («Foundation») του I. Asimov, στα οποία ένα επιστήμονας, ο οποίος έχει αναπτύξει μία μέθοδο πρόβλεψης της ιστορικής και κοινωνικής εξέλιξης με την χρήση μαθηματικών μεθόδων, προβλέπει την καταστροφή της πανίσχυρης γαλαξιακής Αυτοκρατορίας στην οποία ζει ο ίδιος και την διαδοχή της από 30.000 έτη χάους και βαρβαρότητας. Για να περιορίσει τις καταστροφικές αυτές συνέπειες, ιδρύει τα δυο θεμέλια, δύο επιστημονικές αποικίες, στις οποίες διατηρείται το σύνολο της γνώσης και της επιστήμης που διαθέτει το ανθρώπινο γένος. Αυτές οι δύο αποικίες θα αποτελέσουν το θεμέλιο για την εγκαθίδρυση μίας νέας Αυτοκρατορίας σε διάστημα μόλις χιλίων ετών από την ίδρυσή τους.

Εν προκειμένω, τα δύο θεμέλια συμβολίζουν την διατήρηση και την προστασία των θεμελιωδών γνώσεων και αξιών πάνω στις οποίες οικοδομείται ο ανθρώπινος πολιτισμός. Είναι εμφανής, επίσης, η διαφύλαξη μίας απόκρυφης γνώσης που πρέπει να μεταδοθεί από γενιά σε γενιά, χωρίς να γίνει ευρύτερα γνωστή, καθώς οι μαθηματικές μέθοδοι για την πρόβλεψη της Ιστορίας είναι γνωστές μόνο στα μέλη του δεύτερου Θεμελίου και κρατούνται ζηλότυπα κρυφές έναντι του πρώτου Θεμελίου αλλά και ολόκληρης της γαλαξιακής ανθρωπότητας (βέβαια η μυστικότητα αυτή είναι απολύτως δικαιολογημένη αφού για να έχουν αξία αυτές οι μέθοδοι πρέπει το δρων υποκείμενο να μην μπορεί να προβλέψει το ίδιο τις συνέπειες των πράξεών του). Άλλωστε, η διαφύλαξη της γλώσσας των μυστικών και η διατήρηση της μνήμης πανάρχαιων τελετουργιών και γνώσεων διαμέσου αιώνων φανατισμού και βαρβαρότητας υπήρξε το έργο όλων των μυητικών αδελφοτήτων, μεταξύ αυτών και του Τεκτονισμού, ενώ η οικοδόμηση μίας καλύτερης κοινωνίας, μέσω της ατομικής βελτίωσης κάθε Αδελφού, συγκαταλέγεται μεταξύ των σκοπών του Τεκτονισμού.

Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι η πρωτεύουσα του πρώτου θεμελίου ονομάζεται Τέρμινους, φέρει δηλαδή το όνομα του ρωμαϊκού θεού Τέρμινους, ο οποίος λατρευόταν με κυβικούς λίθους, οι οποίοι απαγορευόταν με κάθε τρόπο να μετακινηθούν από την θέση στην οποία είχαν τοποθετηθεί. Με τον τρόπο αυτό συμβολίζεται η σταθερότητα και η μονιμότητα των θεμελιωδών αρχών πάνω στις οποίες οφείλουμε να οικοδομήσουμε το ναό της Αρετής.

Εν κατακλείδι, ο συμβολισμός του θεμελίου λίθου και η τοποθέτηση του νεομύητου στην κορυφή της στήλης των Μαθητών αποτελεί υπενθύμιση προς το νέο Τέκτονα της σημασίας των καθηκόντων και υποχρεώσεων που ανέλαβε και ταυτοχρόνως κάλεσμα ώστε να προχωρήσει στην οικοδόμηση του προσωπικού του ναού εμβαθύνοντας και αναζητώντας τα θεμέλια αυτού στους αιώνιους νόμους του σύμπαντος και στις αιώνιες ηθικές αξίες που πρεσβεύει ο Τεκτονισμός.

Γ.Α.Μ.
Σ.Στ. Προμηθέας
21 Ιανουαρίου 2015

(Ο Σκωτικός Τεκτονισμός πρεσβεύει την απόλυτη ελευθερία συνείδησης, σκέψης, έκφρασης. Έτσι, κάθε αναρτώμενο κείμενο συνιστά απόλυτα προσωπική έκφραση του συντάκτη του, δίχως οποιαδήποτε σχετική θέση του Τεκτονικού σώματος).

Το βρήκατε ενδιαφέρον; Μοιραστείτε το...

Facebook
Twitter
LinkedIn
Pinterest
Email
Εκτύπωση

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Scroll to Top