Ο Τζόζεφ Ράντγιαρντ Κίπλινγκ (Rudyard Kipling, 1865 – 1936) ήταν Βρετανός διηγηματογράφος, ποιητής και μυθιστοριογράφος. Είναι ιδιαίτερα γνωστός για τα έργα του όπως, Το Βιβλίο της Ζούγκλας, Ο Άνθρωπος που θα γινόταν βασιλιάς και ποιήματα όπως το διάσημο «Αν…». Έγραψε περισσότερες από 80 ιστορίες και μπαλάντες και το 1907 τιμήθηκε για το σύνολο του έργου του με το βραβείο Νόμπελ. Ένα σημαντικό μέρος αυτού του έργου ήταν επηρεασμένο από τον Ελευθεροτεκτονισμό. Ο Kipling εισήλθε στην αδελφότητα στις 5 Απριλίου 1886 στη στοά Hope and Perseverance Lodge No. 782 της Ινδίας και ανήλθε στο βαθμό του Διδασκάλου Τέκτονος τον Δεκέμβριο του 1886. Υπήρξε ακόμα επίτιμο μέλος των στοών Author’s Lodge No. 3456, και Motherland Lodge No. 3861. Λίγο πριν το θάνατό του ίδρυσε με άλλους αδελφούς στο St. Omer της Γαλλίας τη στοά The Builders of the Silent Cities Lodge No. 12.
Από τα Τεκτονικά του ποιήματα προέρχεται το the Palace εμπνευσμένο από ένα αρχαίο σύστημα που όπως η παράδοση λέει, « καλύπτεται με αλληγορίες και αποκαλύπτεται μέσω συμβόλων».
Το παλάτι, του Ράντγιαρντ Κίπλινγκ
Βασιλιάς και Τέκτονας σαν έγινα – δοκιμασμένος κι επιδέξιος Δάσκαλος Καθάρισα τη γη μου το Παλάτι μου να χτίσω, όπως κάθε Βασιλιά του πρέπει.
Έσκαψα βαθιά, αλφάδιασα, και να εκεί από τη λάσπη πιο κάτω, τα ερείπια βρήκα Παλατιού που κάποιος άλλος Άρχοντας πριν από μένα είχε χτίσει.
Η κατασκευή δεν ήτανε σπουδαία, από τα σχέδια έλειπε η πνοή.
Διεσπαρμένα κείτονταν, χωρίς σκοπό, θεμέλια ερειπωμένα
Λιθοδομή κακότεχνη και λαθεμένη· αλλά σε κάθε λίθο βρήκα χαραγμένο:
‘Μετά από με θε να ‘ρθει κάποιος άλλος Χτίστης.
Πέσ’ του ότι και ‘γω κάποτε είχα τη γνώση.’
Γοργά να σκάβω τα χαντάκια αρχίνησα, φτιάχνοντας τα καλοσχεδιασμένα μου θεμέλια,
Τους γωνιαίους λίθους γκρέμιζα και τις λαξευμένες πέτρες, έκοβα και απ’ την αρχή ξανάβαζα.
Στη φωτιά τα μάρμαρά του πέταγα για ασβέστη, τον έσβηνα, και τον έστρωνα παντού,
Κι έπαιρνα κι άφηνα κατά πως ήθελα του ταπεινού νεκρού τα δώρα.
Παρόλα αυτά ούτε απαξίωνα ούτε και καμάρωνα·
Ώσπου καθώς απομακρύναμε τους λίθους,
Στα ρημαγμένα εκεί θεμέλια κατανόησα την αληθινή επιθυμία του χτίστη τούτου.
Σα να ‘χε σταθεί εμπρός μου για να υπεραμυνθεί,
και τότε κατάλαβα
Το όνειρο που τον είχε οδηγήσει στο σχεδιασμό του έργου.
Όταν ήμουν Βασιλιάς και Τέκτονας – στo μεσουράνημα της περηφάνιας μου,
Λόγο μου στείλανε από τα Σκότη – Ψιθυριστά με κάλεσαν παράμερα, εκεί στην άκρη.
Είπαν- ‘Η ολοκλήρωση του Έργου δεν είναι επιτρεπτή.’
Είπαν- ‘Οι πράξεις σου το έργο το δικό σου ολοκληρώνουν.’
‘Και το δικό σου Παλάτι (μια μέρα) θα κείται όπως των άλλων –
έργο συλημένο για έναν άλλον Βασιλιά που κάποτε θα χτίσει.’
Κάλεσα πίσω όλους τους άνδρες μου απ’ τις τάφρους, τα λατομεία μου και τα κρηπιδώματα . Όλη την εργασία μου παράτησα στη έλεος των άπιστων των χρόνων.
Μόνο στο ξύλο χάραξα– μόνο στην πέτρα σκάλισα:
‘Μετά από μένα έρχεται ένας άλλος Χτίστης,
Πέσ του ότι και ‘γω είχα τη γνώση.’
Πρώτη μετάφραση, Ιωάννης Ασημακόπουλος 2002