Πριν αναλύσουμε την εσωτερική σημασία της Σιγής, είναι σκόπιμο να αναφέρουμε ότι ο συγκεκριμένος συμβολισμός της σιγής είχε θεοποιηθεί στην αρχαιότητα και απαντάται στην αρσενική θεότητα των Ελληνιστικών Χρόνων, του Αρποκράτη. Είναι ο θεός της σιγής και της εχεμύθειας. Παριστάνεται γυμνός, ενίοτε καθισμένος σε λωτό, ασκεπής ή φέρων Αιγυπτιακή μήτρα αλλά έχων πάντοτε το δάκτυλο στα χείλη. Ο Πλούταρχος πίστευε ότι η χειρονομία αυτή φανερώνει την παιδική του φύση. Οι Έλληνες όμως και μετά από αυτούς οι Ρωμαίοι υπέθεσαν αυτό ως το σύμβολο της σιγής. Για το λόγο αυτό παριστάνεται ως ο θεός της εχεμύθειας. Το άγαλμά του συχνά βρίσκοντας στην είσοδο των ναών καθώς και σε μέρη του τελούνταν μυστήρια. Από το όνομα του Θεού πήραν το όνομά τους πολλές Στοές.
Αδελφοί μου, τα τελευταία χρόνια, στο πλαίσιο της εσωτερικής αναζήτησης μου, διαπιστώνω όλο και περισσότερο ότι υπάρχει μια κυρία πρακτική που μπορεί να επιταχύνει την εξελικτική διαδικασία της συνειδήσεως μας, να συντομεύσει δραματικά το δρόμο προς τη θέαση του Τεκτονικού Φωτός και είναι εύκολο να την εφαρμόσει ο καθένας. Την παρέχει απλόχερα η Φύση και σε αυτήν βασίζονται οι υπόλοιπες πρακτικές, των οποίων σκοπός είναι να γίνουμε σαν καλά κουρδισμένα μουσικά όργανα ώστε να εναρμονιστούμε με τη μουσική του Σύμπαντος, με το παγκόσμιο ρυθμό. Είναι η τήρηση της Σιωπής, η βύθιση στον ωκεανό της, ώσπου τελικά να χαθείς μαζί της. Η σιγή αυτή δεν είναι απλά η παύση της ομιλίας, αλλά ισοδυναμεί με την ιερή κενότητα και τη γαλήνη του Νου. Είναι απλό αλλά και συνάμα πολύ δύσκολο να πραγματοποιηθεί. Μπορεί να αποσυρθείς στο πιο ήσυχο μέρος της γης και να μη διεισδύσεις μέσα της. Γιατί αυτή έρχεται όταν ο νους δεν αναγνωρίζει τις καθημερινές και επαναλαμβανόμενες σκέψεις. Χρειάζεται χρόνος, υπομονή και γενναιότητα μπροστά στη Μεγάλη Σιωπή, καθώς ο Νους τρομάζει και οπισθοχωρεί στις μαγικές δονήσεις της Σιγής, φροντίζοντας να βρει μια δικαιολογία για να παραδοθεί ξανά στις σκέψεις. Ο Νους δεν θέλει να εξέλθει από τη βόλεψη και τη συνήθεια όλων αυτών των ετών, όπου οι σκέψεις τον πλημμυρίζουν και δημιουργούν το χώρο όπου μπορεί να κινηθεί ατάκτως.
Στο σημείο αυτό αξίζει να υπενθυμίσω στους αδελφούς, μέσω του δρώμενου της μύησης του Α΄ Συμβολικού βαθμού πως ο Σεβάσμιος Διδάσκαλος ενημερώνει τον υπό μύηση αδελφό ότι η σιγή αποτελεί το πρώτο καθήκον του:
(………..)
Η αναγγελία του πρώτου καθήκοντος από τον Σεβάσμιο Διδάσκαλο προς τον μυούμενο θα μπορούσε να εκληφθεί ως μία διαταγή και όχι ως μία απλή προτροπή του να μην διανοηθεί να ανοίξει το στόμα του για οποιαδήποτε λόγο. Αυτό, βέβαια, ίσως τον ξενίζει και τον προϊδεάζει ότι θα γίνει γνώστης μυστικών που εάν γίνονταν γνωστά στην αμύητη Κοινωνία, τόσο αυτός, όσο και ο ίδιος ο Τεκτονισμός θα εκτίθεντο ανεπανόρθωτα. Μάλιστα, ίσως ο νεόφυτος να περίμενε να ακούσει και τις σκληρές ποινές που θα του αναλογούσαν αν παραβεί την υπόσχεση του.
Όμως κάτι τέτοιο δεν ισχύει, καθόσον η τεκτονική γλώσσα είναι συμβολική. Μέσα από τα Τυπικά και το συμβολισμό, γίνεται μια προσπάθεια να αφυπνιστεί η συνείδηση του Μυημένου, ελεύθερα και χωρίς καμία βία.
Η σιγή είναι ένας από τους τρόπους να εξαγνιστούν οι έμφυτες παρορμήσεις μας και να αφού γίνουμε παρατηρητές του νοητικού θορύβου γύρω μας, να μπορέσουμε να εισέρθουμε στο μάτι του κυκλώνα, εκεί που υπάρχει η απόλυτη σιωπή και ο περιστρεφόμενος αέρας υποτάσσεται στη σιωπηρή δύναμη του κέντρου.
Όταν κάτι τέτοιο επιτευχθεί – και ίσως χρειαστεί πολύς χρόνος γι΄ αυτό – θα επέλθει η κατανόηση του Εαυτού και η εξεύρεση των λύσεων στα προσωπικά του προβλήματα. Και όταν ο καθένας μας κατανοήσει την Ύπαρξη του, αντιμετωπίσει τους βαθύτερους φόβους του και, κυρίως αντιμετωπίσει εκείνο το πρόσωπο που τον κοιτούσε με περιέργεια στον καθρέφτη κατά τη διάρκεια της μύησης του στον Α΄ συμβολικό βαθμό, μόνο τότε θα μπορέσει να ανελιχθεί δια της Ισχύος και της Σοφίας, προς το Κάλλος. Θα του δοθούν εργαλεία, που θα τον βοηθήσουν να αντιμετωπίσει το νέφος των σκέψεων και των προσκολλήσεων του και θα μπορέσει επιτέλους να διακρίνει το μονοπάτι που ο ίδιος έχει αποφασίσει να ακολουθήσει, προς το λαμπερό Φως, το φως της Αφύπνισης και της Αλήθειας.
Επομένως η «Σιγή» που επικαλείται ο Τεκτονισμός δεν είναι τίποτα άλλο από μία επίκληση για ταπεινότητα και σεμνότητα, χαρακτηριστικά που είναι απαραίτητα στον αληθινό Μύστη και τα όποια δεν του επιτρέπουν να δημιουργεί μάταιο θόρυβο για τιμές και διακρίσεις, για αναγνωρίσεις και φιλοφρονήσεις.
Είναι μεγάλη αλήθεια ότι η σιγή είναι πραγματική δοκιμασία για εκείνον που, μέσα από τη συνήθεια ή λόγω τάσης, δεν γνωρίζει πως να την τηρήσει ή να την ελέγξει.
Πριν μυήσει έναν νεόφυτο στα μυστήρια των διδασκαλιών του, ο Φιλόσοφος Πυθαγόρας υπέβαλε τον υποψήφιο σε διάφορες δοκιμασίες που σχεδιάστηκαν για να δυναμώσουν τον χαρακτήρα του μυημένου, και που θα επέτρεπαν στον Μέγα Μυσταγωγό Πυθαγόρα να τον κρίνουν. Έτσι οι νεοαφιχθέντες στον κύκλο των σοφών του Κρότωνα άκουγαν, αλλά ποτέ δεν ρωτούσαν. Επί σειρά μηνών, υποβάλλονταν στην πειθαρχία της σιωπής, ώστε όταν τελικά τους επιτρεπόταν ξανά να μιλήσουν, θα το έκαναν μόνον κατόπιν πλήρους στοχασμού και εσωτερικής ενδοσκόπησης, με απόλυτο σεβασμό. Είχαν μάθει μέσα τους, από την προσωπική εμπειρία όλων αυτών των μηνών, ότι η σιωπή είναι σχεδόν θεία δύναμη, η μητέρα των αρετών. Με τον τρόπο αυτόν όχι μόνο έλεγχε την ικανότητα των μαθητών του, αλλά και τους ασκούσε στην αυτοκυριαρχία και στην αυτοεπιβολή, στην αυτοενδοσκόπηση και στην αυτογνωσία, στην αυτοσυγκέντρωση και στη θεληματική χρήση του νου και γενικά της δυναμικότητας του Εγώ τους.
Είναι δηλαδή μια υπενθύμιση ότι ο πλέον φωτισμένος, είναι και ο ταπεινότερος όλων, που μέσω της Σιγής έχει κατανικήσει τα πάθη του και τις κατώτερες ορμές του και έχει αναπτύξει αυτοκυριαρχία και δυνατότητα αυτοσυγκέντρωσης και διαλογισμού. Μόνο μέσω αυτών, μπορεί ο μυημένος να μελετήσει τα σύμβολα, τις αλληγορίες και τον εσωτερικό του εαυτό.
Εδώ θα ήθελα να τονίσω τη διαφορά μεταξύ σιγής και σιωπής. Η σιωπή επιβάλλεται, διότι ακόμα ο νεόφυτος δεν μπορεί να χαλιναγωγήσει τη γλώσσα και τις σκέψεις του, είναι η επιβολή το μέσο και αποτελεί τη πιο χονδροειδή μέθοδο ενδοσκόπησης, ενώ η Σιγή είναι η πιο λεπτοφυής.
Ο Μύστης πρέπει πάντοτε να σιωπά και να αυτοσυγκεντρώνεται μέσα του, έως ότου η ψύχη του μάθει να μιλά. Αντίστοιχα, ο Μαθ. Τεκτ. μαθαίνει να σιωπά γιατί δεν ξέρει ακόμα να βαδίζει στο μονοπάτι της συνειδήσεως, ο Ετ. μαθαίνει να χειρίζεται εν σιγή με λιγότερο κόπο και περισσότερη μαστοριά τα εργαλεία που του αποδόθηκαν, ενώ ο Διδάσκαλος σιωπά γιατί γνωρίζει ότι ο Λόγος που του έγινε πλέον κτήμα, σαν δίκοπο σπαθί, μπορεί με την ίδια ευκολία να τον λαβώσει ή να τον χρίσει ιππότη. Έτσι, ανελισσόμενος κανείς στις 3 βαθμίδες του Συμβολικού Τεκτονισμού, περνάει από την επιβολή της σιωπής στο Μαθητή, στην προσπάθεια εκφοράς λόγου του Εταίρου, η όποια, όμως, συνήθως δημιουργεί μόνο «θόρυβο», και τέλος φτάνει στο επίπεδο σιγής του Διδασκάλου, η οποία οφείλει να επιβάλλεται από τον ίδιο στον εαυτό του για να μπορέσει να ανελιχθεί στην ιερή κλίμακα της συνειδητότητας, εκεί που γινόμαστε μάρτυρες της θείας σπίθας, της Προμηθεϊκής Φλόγας μέσα μας. Εδώ, δεν λέμε βέβαια, ότι ο μαθητής επ’ ουδενί δεν πρέπει να μιλήσει, απλά, αυτή η παρόρμηση να πει κάτι, θα οδηγήσει να βγουν χρήσιμες και γεμάτες σοφία και κάλλος λέξεις από τα χείλη του, ή θα αποτελέσουν λέξεις ισχύος, γεμάτες κρίσεις και προσκολλήσεις; Γιατί μέσα από τη Σιγή θα ανοίξει, κατά τους μύστες, η μυητική ατραπός για την επικοινωνία με τον εσωτερικό μας κόσμο και την τελική βίωση του «Γνώθι σ’αυτόν».
Όταν αιτούμαστε τη μύηση, πρέπει να σιωπούμε όχι μόνον προς τους άλλους, αλλά και προς τον εαυτό μας. Ας το κατανοήσουμε καλά αυτό. Το Κοσμικό, το Θείο, επικοινωνεί μαζί μας μέσω της σιωπής. Για να ακούσουμε τη συμβουλή του Θεού, να λάβουμε διαισθητικές εκλάμψεις, πρέπει να γνωρίζουμε πως να κάνουμε την εσωτερική, βέβηλη φωνή να σιωπήσει.
Ένας από τους μεγαλύτερους Γάλλους μύστες, ο Louis Claude de Saint Martin, κέρδισε τον τίτλο «Ο Άγνωστος Σιωπηλός» από τους μαθητές του. Περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον, εκθείαζε την αρετή της σιωπής. Έγραψε: «οι μεγάλες αλήθειες διδάσκονται μονάχα μέσω της σιωπής». Ακόμη καλύτερα, έκανε το εξής σχόλιο που δυστυχώς ταιριάζει τόσο πολύ με την εποχή μας: «Υπάρχει μεγαλύτερη απόδειξη της ανθρώπινης αδυναμίας από την πολλαπλότητα των λόγων μας;»
Ειδικότερα, στις Τεκτονικές Στοές, κατά τη διάρκεια των εργασιών τους τελείται «ψυχουργία», δηλαδή κατεργασία και τελειοποίηση ψυχών, μέσα από τους μύθους, τις αλληγορίες και τα σύμβολα και η διεργασία αυτή είναι απαραίτητο να συντελείται σε περιβάλλον γαλήνης, ενδοσκόπησης και σιωπής, μακριά από τα ανθρώπινα πάθη και ελαττώματα, όπως εκείνα της αλαζονείας, του μονολιθισμού και της προκατάληψης. Είναι, δηλαδή, η Τεκτονική Σιγή η προϋπόθεση για την ανύψωση και τελείωση του εαυτού μας και ως τέτοια πρέπει να εκλαμβάνεται, και όχι σαν προσπάθεια να κρύψουμε δολίους σκοπούς και επιδιώξεις από την αμύητη Κοινωνία. Είναι τελείως διαφορετικό η εσωστρέφεια και η ελιτιστική συμπεριφορά που χρησιμοποιούν τη σιωπή ως εργαλείο δικαιολόγησης της ύπαρξης τους, και άλλο η σιγή ως μέθοδος ανύψωσης και καλλιέργειας της συνειδητότητας μας.
Μη ξεχνάμε ότι οι πραγματικοί και φωτισμένοι τέκτονες αναγνωρίζονται, μεταξύ άλλων αρετών, από την προφορική τους εγκράτεια. Μιλούν μόνο φειδωλά, και οι λέξεις είναι πλούσιες σε νόημα. Ακολουθούν την έξης συμβουλή, όπως την είχε θέσει και ο Θείος Μύστης Πυθαγόρας: «Χρη σιγάν ή κρείσσονα σιγής λέγειν» που σημαίνει ότι πρέπει να χρησιμοποιείς τη σιγή εκτός αν έχεις να πεις κάτι καλύτερο από τη σιγή τότε να μιλήσεις.
Πριν κλείσω το συγκεκριμένο πόνημα αξίζει να αναφερθώ στις απόψεις του μεγάλου συγγραφέα και συμπατριώτη μου Ν. Καζαντζάκη για τη σιωπή :
Μια Φλόγα είναι η ψυχή του ανθρώπου· ένα πύρινο πουλί, πηδάει από κλαρί σε κλαρί, από κεφάλι σε κεφάλι, και φωνάζει: “Δεν μπορώ να σταθώ, δεν μπορώ να καώ, κανένας δεν μπορεί να με σβήσει!” Δέντρο φωτιά γίνεται ολομεμιάς το Σύμπαντο. Ανάμεσα από τους καπνούς κι από τις φλόγες, αναπαμένος στην κορυφή της πυρκαγιάς, κρατώ αμόλευτο, δροσερό, γαλήνιο, τον καρπό της φωτιάς, το Φως. Από την αψηλή τούτη κορυφή κοιτάζω την κόκκινη γραμμή που ανηφορίζει· τρεμάμενο αίματερό φωσφόρισμα, που σούρνεται σαν έντομο ερωτεμένο μέσα από τους αποβροχάρικους γύρους του μυαλού μου.
Εγώ, ράτσα, άνθρωποι, γης, θεωρία και πράξη, Θεός, φαντάσματα από χώμα και μυαλό, καλά για τις απλοϊκές καρδιές που φοβούνται, καλά για τις ανεμογγάστρωτες ψυχές που θαρρούν πως γεννούνε.Από που ερχόμαστε; Που πηγαίνουμε; Τι νόημα έχει τούτη η ζωή; φωνάζουν οι καρδιές, ρωτούν οι κεφαλές, χτυπώντας το χάος. Και μια φωτιά μέσα μου κίνησε ν΄ απαντήσει. Θα ΄ρθει μια μέρα, σίγουρα, η φωτιά να καθαρίσει τη γης. Θα ΄ρθει μια μέρα, σίγουρα, η φωτιά να εξαφανίσει τη γης. Αυτή είναι η Δευτέρα Παρουσία.
Μια γλώσσα πύρινη είναι η ψυχή κι αγλείφει και μάχεται να πυρπολήσει τον κατασκότεινο όγκο του κόσμου. Μια μέρα όλο το Σύμπαντο θα γίνει πυρκαγιά. Η φωτιά είναι η πρώτη κι η στερνή προσωπίδα του Θεού μου. Ανάμεσα σε δυο μεγάλες πυρές χορεύουμε και κλαίμε. Λαμποκοπούν, αντηλαρίζουν οι στοχασμοί και τα κορμιά μας. Γαλήνιος στέκουμαι ανάμεσα στις δυο πυρές κι είναι τα φρένα μου ακίνητα μέσα στον ίλιγγο και λέω:
Πολύ μικρός είναι ο καιρός, πολύ στενός είναι ο τόπος ανάμεσα στις δυο πυρές, πολύ οκνός είναι ο ρυθμός ετούτος της ζωής· δεν έχω καιρό, δεν έχω τόπο να χορέψω! Βιάζουμαι! Κι ολομεμιάς ο ρυθμός της γης γίνεται ίλιγγος, ο χρόνος εξαφανίζεται, η στιγμή στροβιλίζεται, γίνεται αιωνιότητα, το κάθε σημείο -θες έντομο, θες άστρο, θες Ιδέα· γίνεται χορός.
Ήταν φυλακή, κι η φυλακή συντρίβεται κι οι φοβερές δυνάμεις μέσα λευτερώνουνται και το σημείο δεν υπάρχει πια! Ο ανώτατος αυτός βαθμός της άσκησης λέγεται: Σιγή. Όχι γιατί το περιεχόμενο είναι η ακρότατη άφραστη απελπισία για η ακρότατη άφραστη χαρά κι ελπίδα. Μήτε γιατί είναι η ακρότατη γνώση, που δεν καταδέχεται να μιλήσει, για η ακρότατη άγνοια, που δεν μπορεί.
Σιγή θα πει: Καθένας, αφού τελέψει τη θητεία του σε όλους τους άθλους, φτάνει πια στην ανώτατη κορφή της προσπάθειας· πέρα από κάθε άθλο, δεν αγωνίζεται, δε φωνάζει· ωριμάζει αλάκερος σιωπηλά, ακατάλυτα, αιώνια με το Σύμπαντο. Αρμοδέθηκε πια, σοφίλιασε με την άβυσσο, όπως ο σπόρος του αντρός με το σπλάχνο της γυναίκας. Είναι πια η άβυσσο η γυναίκα του και τη δουλεύει, ανοίγει, τρώει τα σωθικά της, μετουσιώνει το αίμα της, γελάει, κλαίει, ανεβαίνει, κατεβαίνει μαζί της, δεν την αφήνει! Πώς μπορείς να φτάσεις στο σπλάχνο της άβυσσος και να την καρπίσεις; Αυτό δεν μπορεί να ειπωθεί, δεν μπορεί να στριμωχτεί σε λόγια, να υποταχτεί σε νόμους· καθένας έχει και τη λύτρωση τη δική του, απόλυτα ελεύτερος. Διδασκαλία δεν υπάρχει, δεν υπάρχει Λυτρωτής που ν΄ ανοίξει δρόμο. Δρόμος ν΄ ανοιχτεί δεν υπάρχει .Καθένας, ανεβαίνοντας απάνω από τη δική του κεφαλή, ξεφεύγει από το μικρό, όλο απορίες μυαλό του.
Μέσα στη βαθιά Σιγή, όρθιος, άφοβος, πονώντας και παίζοντας, ανεβαίνοντας ακατάπαυτα από κορυφή σε κορυφή, ξέροντας πως το ύψος δεν έχει τελειωμό, τραγουδά, κρεμάμενος στην άβυσσο …
Υπάρχουν λοιπόν, αδελφοί μου αυτοί που μιλούν, και χωρίς ουσιαστική γνώση ή προηγούμενη σκέψη, αποκαλύπτουν μια αλήθεια που ούτε και οι ίδιοι την καταλαβαίνουν. Αλλά υπάρχουν και εκείνοι που αν και κατέχουν την αλήθεια μέσα τους, δεν τη λέγουν με λέξεις. Βαθιά μέσα σε αυτούς τους ανθρώπους, φωλιάζει το πνεύμα και η ισορροπία στο ρυθμό της σιωπής.
Χρησιμοποιήστε αδελφοί μου αυτές τις σκέψεις σχετικά με τη σιωπή σαν μια πυξίδα καθώς μεταβαίνετε σε έναν σιωπηλό και φωτεινό εσωτερικό κόσμο.
Σ.Α.
Σ.Στ. Προμηθέας
4 Νοεμβρίου 2015
(Ο Σκωτικός Τεκτονισμός πρεσβεύει την απόλυτη ελευθερία συνείδησης, σκέψης, έκφρασης. Έτσι, κάθε αναρτώμενο κείμενο συνιστά απόλυτα προσωπική έκφραση του συντάκτη του, δίχως οποιαδήποτε σχετική θέση του Τεκτονικού σώματος).