Κριτική σκέψη και Τεκτονισμός

Ξεκινώντας τον τεκτονικό του βίο, ο Τέκτων βρίσκεται αμέσως μπροστά σε ένα πλήθος συμβόλων. Αν και κανείς δε μιλάει ευθέως γι’ αυτά, εύκολα αντιλαμβανόμαστε ότι παίζουν κάποιο ρόλο και ότι κρύβουν ένα προς αποκάλυψη νόημα. Γνωρίζουμε επίσης, ότι η ύπαρξη κάθε συμβόλου προϋποθέτει την Παράδοση ή την Ιστορία, που είτε το περιέχει είτε το δημιούργησε είτε σημειολογικά εκφράζεται μέσω αυτού. Συμπεραίνουμε τότε, ότι ο Τεκτονισμός έχει Παράδοση και Ιστορία. Είναι λοιπόν λογικό να γινόμαστε σταδιακά μέτοχοι και γνώστες αυτών κατά την διάρκεια της Τεκτονικής μας πορείας. Η σταδιακότητα της απόκτησης αυτής της γνώσης, καθώς και της εγκόλπωσης της Τεκτονικής θεώρησης του εαυτού και του περιβάλλοντος κόσμου, εκφράζεται με τους Τεκτονικούς βαθμούς και τις αντίστοιχες μυήσεις. Σαν δέκτες της Ιστορίας και της Παράδοσης, οι Τέκτονες έχουν κάποιον τρόπο αντίληψης, εκμάθησης και αφομοίωσης των σχετικών γνώσεων. Είναι βέβαιο ότι υπάρχουν πολλοί τρόποι αντίληψης και πολλές οπτικές για το ίδιο αντικείμενο, που ποικίλουν από άνθρωπο σε άνθρωπο. Σε ζητήματα όμως που απαιτούν επιστημονική προσέγγιση, όπως θέματα Ιστορίας και Παράδοσης, είναι απαραίτητη η διαλεκτική και επομένως η κριτική σκέψη προκειμένου να καταλήξουμε σε θέση με αποδείξιμη εγκυρότητα, χωρίς αυτό να αναιρεί ή να περιορίζει τη δυνατότητα ύπαρξης διαφορετικών απόψεων. Κατά τη μελέτη του Ελευθεροτεκτονισμού υπάρχουν δύο οπτικές, που άλλοτε συμπλέουν και άλλοτε όχι. Πρόκειται για την ιστορική και την παραδοσιακή άποψη. Αλλά παρότι και οι δύο αναφέρονται στον Τεκτονισμό, είναι δυνατό να του προσδώσουν διαφορετική όψη ανάλογα με τον τρόπο που θα τις εκλάβουμε ή και θα τις χρησιμοποιήσουμε.

Η ιστορική θέση σχετίζεται με το θεσμό όταν τον εξετάζουμε από «εξωτερική» ή «δημόσια» οπτική γωνία. Ενώ η παραδοσιακή θέση αναφέρεται μόνο στον εσωτερικό ή το «μυστικό» του χαρακτήρα.

Όσο οι παραδοσιακοί μύθοι περιορίζονται στο τυπικό του θεσμού, δεν είναι θέματα κατάλληλα για ιστορική έρευνα. Έχουν επινοηθεί από τους δημιουργούς της τελετουργίας για συμβολικούς λόγους που συνδέονται με τις μορφές της μύησης. Η φιλοσοφία του Θεωρητικού Τεκτονισμού αναπτύχθηκε μέσα από αυτούς τους μύθους, και καθώς πράγματι εκλαμβάνονται μόνον ως επέκταση μιάς φιλοσοφικής ή θεωρητικής ιδέας, δεν είναι δυνατό να υπαχθούν ορθά στην κατηγορία των ιστορικών αφηγήσεων.

Παρ’ όλ’ αυτά, στα έργα που έχουν εκδοθεί από αυτούς που έχουν γράψει για την προέλευση και την πορεία του Τεκτονισμού από την αρχή του έως σήμερα, το μυθικό ή το παραδοσιακό στοιχείο έχει αναμειχθεί υπερβολικά με το ιστορικό. Η επίδραση αυτής της πορείας, ιδιαίτερα στα αρνητικά προδιατεθειμένα πνεύματα, ήταν να εξασθενήσει τις αξιώσεις του θεσμού για ιστορική ύπαρξη. Το δόγμα «σφάλμα σε ένα-σφάλμα σε όλα» εφαρμόστηκε με ακαμψία, με αποτέλεσμα ακόμα και οι πραγματικά αυθεντικές θέσεις των ιστορικών του Τεκτονισμού να αμφισβητηθούν ή να απορριφθούν, διότι σε κάποια σημεία της αφήγησής τους υπήρξαν πολύ εύπιστοι (και παρέθεσαν μη ιστορικά στοιχεία).

Κατόπιν δανεισμού της προσφιλούς στην αρχαιολογία ορολογίας, μπορούμε να πούμε ότι η ιστορία του Τεκτονισμού χωρίζεται σε δύο περιόδους: την προϊστορική και την ιστορική. Ιστορική είναι η περίοδος για την οποία έχουμε γραπτές μαρτυρίες, κατ’ αντιδιαστολή με την προϊστορία και τη μυθολογία. Ιστορία είναι η γραπτή και με συγκεκριμένη μέθοδο παρουσίαση των γεγονότων που συνέβησαν στη χωροχρονική πορεία ενός λαού, μίας κοινωνικής ομάδας, ενός θεσμού. Προϊστορική είναι η περίοδος για την οποία δεν υπάρχουν γραπτές μαρτυρίες, πριν από τους ιστορικούς χρόνους. Αν και στην περίπτωση του Τεκτονισμού οι όροι Ιστορία και Προϊστορία έχουν ειδική σημασία και απαιτούν ίσως περαιτέρω ορισμό, σε κάθε ιστορική έρευνα, οι δύο αυτές περίοδοι πρέπει να είναι σαφώς προσδιορισμένες. Υπάρχει όμως και ένας άλλος διαχωρισμός: η Εσωτερική και η Εξωτερική Ιστορία. Η Εσωτερική, εσωτεριστική θα έλεγα, Ιστορία του Τάγματος δε μπορεί ν’ αποτελέσει αντικείμενο ιστορικής έρευνας. Η δεύτερη όμως, η Εξωτερική, εμπίπτει στη σφαίρα της ιστορικής σπουδής και υπόκειται σε όλους τους νόμους της ιστορικής κριτικής.

Αντιμετωπίζοντας τον Τεκτονισμό σαν μία από τις κοινωνικές οργανώσεις στον κόσμο, σαν ένα θεσμό που είναι απόρροια του πολιτισμού και που ξεπήδησε σαν προϊόν της προόδου της κοινωνίας, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις επιδράσεις των διαφόρων μεταβλητών αυτής της κοινωνίας επάνω του, και αντιστρόφως, τις επιρροές του θεσμού στις διάφορες αυτές μεταβλητές, δεσμευόμαστε να λύσουμε ένα ιστορικό πρόβλημα και είμαστε υποχρεωμένοι ν’ ακολουθήσουμε μεθόδους ιστορικής έρευνας και όχι οτιδήποτε άλλο. Πρέπει να παραβλέψουμε κάθε θεώρηση πλην της ιστορικής, διότι η Ιστορία πραγματεύεται μόνο γεγονότα.

Στην ιστορία ενός έθνους τίποτα δεν μπορεί να βεβαιωθεί ως ιστορικό αν δεν επαληθεύεται από γραπτά τεκμήρια. Οτιδήποτε εικάζεται από τα γεγονότα που συνέβησαν σε παλαιότερη περίοδο αυτού του έθνους, για τα οποία δεν υπάρχει τεκμήριο σε σύγχρονη ή άμεσα μεταγενέστερη περίοδο, ανάγεται αυτόματα στην προϊστορική του εποχή. Δεν αποτελεί μέρος της βεβαιούμενης ιστορίας του έθνους και μπορεί να τιμάται μόνο με τον τίτλο της ιστορικής θεωρίας, που δε μπορεί όμως να αξιώσει μεγαλύτερη πειστικότητα απ’ όση η επιστημονική ευλογοφάνεια ή οι πιθανότητες επιτρέπουν.

Eνα γεγονός που μπορεί να συνέβη ή που πιθανόν συνέβη σε παλαιότερη εποχή της ύπαρξης ενός έθνους, αλλά για το οποίο δεν υπάρχει καμία καταγραφή, έχει μεγάλες ή μικρές πιθανότητες να είναι αληθές. Αυτό εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από άλλα γεγονότα που έχουν καταγραφεί και εμπίπτουν στο χρονικό διάστημα όπου τοποθετείται το εν λόγω πιθανό συμβάν. Το γεγονός αυτό μπορεί να ήταν δυνατόν, αλλά απίθανο να έχει συμβεί. Σ’ αυτή την περίπτωση του αποδίδεται ελάχιστη σημασία και υπάγεται αμέσως στη μυθολογία. Αν το συμβάν είναι και δυνατόν να συνέβη και πολύ πιθανό, τότε μας επιτρέπεται να το αντιμετωπίσουμε σαν κάτι που άσκησε μεν επίδραση στον πρωτόγονο χαρακτήρα ή την παρεπόμενη πορεία του έθνους αυτού, χωρίς όμως να χάνει τελείως τον μυθικό του χαρακτήρα. Ο,τι και να συνάγουμε από αυτό θα είναι μία εύλογη ή ευλογοφανής θεωρητική παρατήρηση, αλλά όχι Ιστορία, διότι πραγματεύεται κάτι που ίσως συνέβη και όχι κάποιο βέβαιο καταγεγραμμένο γεγονός.

Η πρόοδος της επιστήμης, με τη μέθοδο του παραδείγματος και της αναλογίας, έχει οδηγήσει σε μία πιο κριτική εξέταση των γεγονότων της Ιστορίας ή μάλλον των θεωρούμενων ως γεγονότα της Ιστορίας.

Ο Voltaire,στο έργο του «Η ζωή του Καρόλου XII της Σουηδίας», γράφει: «η δυσπιστία είναι η βάση της Ιστορίας». Πέρασαν πολλά χρόνια έως ότου η άποψη αυτή γίνει πλήρως δεκτή από τους διανοούμενους, αν και υιοθετήθηκε σαν κανόνας της ιστορικής κριτικής. Το να είναι κανείς εύπιστος σήμερα σημαίνει ότι δεν είναι φιλοσοφημένος, και τίποτα δεν γίνεται δεκτό ως Ιστορία αν προηγουμένως δεν καταδειχθεί με μαθηματική σχεδόν βεβαιότητα.

Ο Niebuhr συνέτριψε κάθε πίστη στη διήγηση της Rhea Sylvia, του Romulus, του Remus και της λύκαινας και την ανήγαγε στην περιοχή του μύθου, όπως και πολλά άλλα συμβάντα των αρχαίων ρωμαϊκών χρονικών. Το ίδιο συνέβη και με την ιστορία του Γουλιέλμου Τέλλου: αν και ο ελβετικός πατριωτισμός σκιρτά με αυτή την διήγηση, δεν πρόκειται παρά για ένα μεσαιωνικό θρύλο διαδεδομένο και σε πολλές άλλες χώρες, που η κοινή του ρίζα βρίσκεται σε έναν παλαιό συμβολικό μύθο. Έτσι, πολλές αφηγήσεις έχουν διαγραφεί από την επίσημη Ιστορία, όπως για παράδειγμα τα έργα του Goldsmith για την αρχαία Ελληνική και Ρωμαϊκή ιστορία, που αποσύρθηκαν από το τα σχολικά βιβλία, όπου δεν πρέπει να διδάσκεται παρά μόνο η ιστορική αλήθεια.

Όλοι οι κανόνες της κριτικής ανάλυσης που ακολουθούνται για τον διαχωρισμό του αναληθούς από το αληθές στην ιστορία ενός έθνους πρέπει να εφαρμόζονται και για τον προσδιορισμό του χαρακτήρα όλων των θέσεων στην Τεκτονική Ιστορία. Η πορεία όμως αυτή δεν ακολουθείται πάντοτε. Πολλοί από τους Τεκτονικούς θρύλους έχουν αναμφίβολα ιστορική βάση, αλλά και πολλοί, αν όχι οι περισσότεροι, συνίστανται από ένα μείγμα αλήθειας και φαντασίας, με δυσδιάκριτη διαχωριστική γραμμή, ενώ ένας ακόμη μεγαλύτερος αριθμός από αυτούς είναι τελείως μυθικές διηγήσεις, χωρίς κανένα στοιχείο αλήθειας. Παρ’ όλ’ αυτά και οι τρεις ανωτέρω κατηγορίες Τεκτονικών μύθων ήταν απόλυτα δεκτές από την πλειονότητα των αδελφών, χωρίς καμμία διάκριση, σαν πιστές εξιστορήσεις αναμφίβολων αληθειών. Αυτή η ελεύθερη αποδοχή του ψευδούς αντί του αληθούς και η αναγνώριση των μύθων ως αυθεντικών διηγήσεων πραγματικών γεγονότων ενθάρρυνε ευφάνταστους συγγραφείς στο να βυθιστούν στο βασίλειο του παράλογου αντί να αφοσιωθούν στον τομέα της «νόμιμης» Ιστορίας και έδωσε μία μάλλον μυθιστορηματική χροιά στα κείμενα για τον Τεκτονισμό. Ήταν πολύ φυσικό κατόπιν τούτου, αν και άδικο, οι διανοούμενοι να τείνουν προς την απόρριψη όλων των θρύλων μας, διότι σε μερικούς από αυτούς εύρισκαν στοιχεία φανταστικά. Από την άλλη πλευρά όμως, οι παραλογισμοί των μυθοπλαστών και η ευπιστία των αναγνωστών οδήγησε, σαν υγιής αντίδραση, στη δημιουργία της Σχολής των Εικονοκλαστών, που ξεπήδησε από την αξιέπαινη επιθυμία τους να εφαρμόσουν τις αρχές της ιστορικής κριτικής στην έρευνα της Ιστορίας του Τεκτονισμού.
Ως παραδείγματα τεκτονικών παραδόσεων που δελέασαν την ευπιστία πολλών και ερέθισαν τον σκεπτικισμό πολλών άλλων, μπορούν να αναφερθούν οι σχεδόν παγκοσμίως αποδεκτοί θρύλοι, που ανάγουν την οργάνωση του τεκτονισμού υπό τη σημερινή του μορφή στην εποχή του ναού του Βασιλιά Σολομώντα, την ιστορία του πρίγκιπα Edwin και της Μεγάλης Στοάς της Υόρκης τον 10ο αιώνα, καθώς και την θεωρία σύμφωνα με την οποία οι τρεις συμβολικοί βαθμοί εισήχθησαν ως τεκτονικές βαθμίδες πολύ νωρίτερα από τον 18ο αιώνα. Αυτές οι δοξασίες, πιστευτές από όλους όσους δεν έχουν εντρυφήσει στην Ιστορία του Τάγματος, ήταν μέχρι πρότινος αποδεκτές από επιφανείς λόγιους ως αληθείς αφηγήσεις. Ακόμα και ο Dr. Oliver, από τους πολυμαθέστερους και γονιμότερους Τέκτονες συγγραφείς, αναγνωρίζει τους θρύλους αυτούς ως τις πιλοτικές του αλήθειες, χωρίς την παραμικρή διαμαρτυρία ούτε σημάδια αμφιβολίας, με εξαίρεση ίσως τον τρίτο θρύλο, για τον οποίο με προσεκτική διατύπωση αναφέρει, ότι «έχει μερικές αμφιβολίες για το κατά πόσο ο βαθμός του διδασκάλου όπως έχει σήμερα, μπορεί να ανιχνευθεί τρεις αιώνες νωρίτερα»!

Εμφανίζεται όμως τώρα μία νέα σχολή μελετητών του Τεκτονισμού, που ονομάστηκαν «Εικονοκλάστες», κατ’ αναλογία με τους εικονοκλάστες του 8ου αιώνα του βυζαντινού αυτοκράτορα Λέοντος Ισαύρου, που διέταξε το ξεκρέμασμα όλων των εικόνων από τους ναούς και το κάψιμό τους δημοσία – πράξη βανδαλισμού που ξεπερνάει ακόμη και αυτή του σαρακινού δεσπότη που, αν η ιστορία είναι αληθινή, χρησιμοποίησε τα βιβλία της βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας σαν καύσιμη ύλη για τα λαϊκά λουτρά! – καθώς και την παραμόρφωση των προσώπων στις τοιχογραφίες, με το σκεπτικό ότι ο λαός συνέχεε την παράσταση με την ουσία, την εικόνα με το εικονιζόμενο και λάτρευε το αντικείμενο και όχι τη Θεία Ύπαρξη που αυτό αναπαριστούσε. Έτσι, αυτοί οι Τέκτονες εικονοκλάστες, με αμείλικτο και οξύτατο κριτικό πνεύμα, προβαίνουν στην καταστροφή των πνευματικών εικόνων που οι παλαιοί τέκτονες είχαν κατασκευάσει και σέβονταν βαθιά. Κατακερματίζουν τους μύθους και τους θρύλους των οποίων η σφαλερότητα και οι παραλογισμοί είχαν για πολύ καιρό απλώσει ένα νεφελώδες πέπλο επάνω από αυτό πού θα έπρεπε να είναι ο καθαρός ουρανός της Τεκτονικής ιστορίας. Έχουν όμως συγκεράσει τον ζήλο τους με μετριοφροσύνη και γνώση, που ήταν άγνωστη στους θρησκευτικούς εικονοκλάστες. Αυτοί συνέτριψαν τις εικόνες μέχρι την ολοκληρωτική εξαφάνισή τους, ώστε ούτε και τα συντρίμμια τους να μην τις θυμίζουν! Και αν αυτός ο φανατισμός είχε συνεχιστεί για πολύ ακόμη, δε θα είχε απομείνει τίποτα από το μεγάλο και τόσο διδακτικό οικοδόμημα του χριστιανικού συμβολισμού.

Οι Τέκτονες εικονοκλάστες δεν έδρασαν με τον ίδιο τρόπο στη μεταρρυθμιστική τους προσπάθεια. Δεν διέλυσαν τίποτα, δεν κατέστρεψαν τίποτα. Όταν κατά την έρευνά της Ιστορίας του Τεκτονισμού συναντούν ένα μύθο ή ένα θρύλο γεμάτο παραλογισμούς ή αντιφάσεις, δεν τον καταδικάζουν στη λήθη σαν ανάξιο αναφοράς, αλλά τον κατατέμνουν στα επιμέρους στοιχεία του, τον αναλύουν με οξυδέρκεια, διαχωρίσουν το σιτάρι από τα πίτουρα και αποδέχονται το μέρος που επιβεβαιώνεται από άλλες έγκυρες μαρτυρίες σαν συμβολή στην επίσημη ιστορία. Ο,τι είναι με βεβαιότητα πλαστό και μυθώδες το αποδέχονται ως θρύλο, και είτε το απορρίπτουν σαν άνευ σημασίας προσθήκη στην παράδοση είτε το ερμηνεύουν σαν έκφραση μίας συμβολικής ιδέας, που είναι αφ’ εαυτής αξιόλογη από ιστορική άποψη.

Ο George Smith, γνωστός αρχαιολόγος του Βρετανικού Μουσείου, στο βιβλίο του «Το Χαλδαϊκό έπος της Γένεσης», λέει για τις σφηνοειδείς Βαβυλωνιακές επιγραφές της Μεσοποταμίας: «όσον αφορά το υπερφυσικό στοιχείο στο έπος, είναι παρόμοιο με πολλές προσθήκες σε ιστορικές αφηγήσεις, ιδιαίτερα στην Ανατολή. Δεν απορρίπτω όμως αυτά τα γεγονότα, τα οποία ίσως να έχουν συμβεί, διότι ο συγγραφέας έχει καταφύγει στο υπερφυσικό προκειμένου να αποδώσει μια κοινή πίστη ή δοξασία, ή για να δώσει περισσότερο ενδιαφέρον στην αφήγηση». Mε αυτές ακριβώς τις αρχές, Τέκτονες συγγραφείς όπως οι Hughan και Woodford, διεξάγουν τις έρευνές τους στην ιστορία του πρώιμου Τεκτονισμού. Δεν απορρίπτουν τα γεγονότα που έχουν συμβεί και σχετίζονται με παλαιούς θρύλους, όταν μέσα σ’ αυτά βρίσκουν μυθικές αφηγήσεις. Δεν ενδίδουν στη γενικευμένη τάση της απόρριψης της πρώιμης ιστορίας, εξ αιτίας της ανακρίβειάς της και του στοιχείου του θαυμαστού που είναι ανάμικτα με αυτήν. Μόνο κατ’ αυτό τον τρόπο είναι δυνατή η ορθή συγγραφή της πρώιμης ιστορίας του Τεκτονισμού. Αποτελούμενη, όπως ήταν για αιώνες μέχρι τώρα, από ιστορικές αφηγήσεις ανάμεικτες με μυθολογικά ευρήματα, διαβαζόταν χωρίς συνετή διάκριση ιστορίας και μύθου.

Ας πάρουμε ως παράδειγμα των δύο ακραίων μεθόδων ερμηνείας, δηλαδή της σχολής της χονδροειδούς ευπιστίας και της σχολής του έντονου σκεπτικισμού, την παράδοση του Ναού, που τοποθετεί την αρχή της οργάνωσης του Θεσμού στην εποχή της οικοδόμησης του Ναού του Σολομώντος στην Ιερουσαλήμ.

Η εύπιστη σχολή δέχεται χωρίς περιορισμούς το θρύλο ως αληθή σε όλες του τις λεπτομέρειες και αναγνωρίζει τον βασιλέα Σολομώντα ως το Μεγάλο Διδάσκαλο. Ο Βασιλιάς Σολομών ήταν ο άρχων της Τέχνης και μαζί με τους δύο «Υπασπιστές» του διαιρούσε τη μύηση σε τρεις βαθμούς που ήταν περίπου ίδιοι με τους σημερινούς. Έτσι ο Δρ. Anderson, στη β΄ έκδοση του βιβλίου του «Συντάγματα», διακήρυξε δημόσια αυτό το θρύλο και τη θεωρία που βασίζεται σ’ αυτόν, και υποστηρίζει ότι «ο Σολομών ήταν ο Μέγας Διδάσκαλος όλων των Τεκτόνων της Ιερουσαλήμ». Τα μοντέρνα τυπικά έκαναν μερικές αλλαγές στις λεπτομέρειες, μπορούμε όμως να δούμε εδώ την αυθεντική πηγή της παράδοσης όπως γενικά σήμερα πιστεύεται από την Αδελφότητα. Είναι πράγματι τόσο ένθερμοι οι πιστοί αυτού του μύθου, που θεωρούν ετερόδοξους και αιρετικούς όσους τον αρνούνται ή τον αμφισβητούν.

Αντίθετα τώρα, οι οπαδοί της σχολής του άκρατου σκεπτικισμού απορρίπτουν σαν μύθευμα οτιδήποτε τείνει να συνδέσει τον Τεκτονισμό με το ναό του Σολομώντος. Αρνούνται οποιαδήποτε τιμή στο Βασιλέα του Ισραήλ και περιφρονητικά διαδίδουν τη θεωρία ότι ήταν Τέκτων αξιωματικός, αν ήταν καθόλου τέκτων… Όλοι αυτοί οι σκεπτικιστές έφτασαν στο άκρο να μολύνουν καταχρηστικά και χωρίς λόγο τη μνήμη του Ιουδαίου μονάρχη.

Μεταξύ των δύο αυτών παρατάξεων, που έχουν παρεκτραπεί λόγω υπερβάλλοντος ζήλου, βρίσκονται οι εικονοκλάστες, αμερόληπτοι ερευνητές, που ήρεμα και υπομονετικά ψάχνουν για την αλήθεια. Είναι γεγονός ότι αποκηρύσσουν ως θρύλο την παράδοση του Ναού στην προαναφερθείσα της μορφή. Αρνούνται ότι υπάρχει οποιαδήποτε ένδειξη, που ο ιστορικός, εφαρμόζοντας τους νόμους της ιστορικής κριτικής, θα κατέληγε στο να αποδεχθεί, ότι ο Τεκτονισμός οργανώθηκε με την οικοδόμηση του ναού του Σολομώντος. Κατόπιν τούτου, ψάχνουν για τις ρίζες του σε κάποια άλλη περίοδο και επομένως κάτω από άλλες συνθήκες. Δεν απορρίπτουν όμως το μύθο του ναού σαν ανάξιο λόγου. Αντίθετα μάλιστα, τον σέβονται για την συμβολική του σημασία και αξία, χωρίς όμως να την υπερεκτιμούν. Τοποθετούν την πρώτη του εμφάνιση μαζί με τα Παλαιά Συντάγματα, τον ανευρίσκουν πλήρως στο «Μύθο της Τέχνης» και παρακολουθούν την πλήρη του εξέλιξη στα τυπικά των νεωτέρων χρόνων. Με αυτόν τον τρόπο αναγνωρίζουν την επίδραση πού άσκησε η ιστορία του Ναού και των κατασκευαστών του στην εσώτερη δομή του Τάγματος, και κατά συνέπεια δεν προδιατίθενται αρνητικά ή και υβριστικά απέναντι του, εξ αιτίας της ιστορικής του ανακρίβειας. Ένα μεγάλο και περίτεχνο κτίσμα μπορεί να υπήρξε και να υπάρχει ακόμα, μπορεί να μην υπήρξε ποτέ αλλά να γνωρίζουμε γι’ αυτό από τους θρύλους και τις παραδόσεις, τίποτα όμως δε μπορεί να εμποδίσει το ν’ αποτελεί σύμβολο ενός ύπατου πνευματικού οικοδομήματος.

Γνωρίζοντας τη σημασία των παραδόσεων και των συμβόλων του Τεκτονισμού, το ρόλο που διαδραμάτισαν στην πρόοδο του θεσμού, καθώς και σε ποιο βαθμό το φιλοσοφικό του σύστημα χρεώνεται σ’ αυτές, με όλες του τις ιδιαιτερότητες, οι Τέκτονες Εικονοκλάστες αφιερώνουν τις λόγιες ενέργειές τους όχι στην αποκάθαρση του ενός ή του άλλου μύθου, αλλά στη διερεύνηση και τη διαλεύκανση των ερωτημάτων του πώς και του πότε πρωτοεμφανίστηκαν και του ποια είναι η συμβολική τους σημασία ή του ποιο μπορεί να είναι το ιστορικό τους έρεισμα. Έτσι, είναι εφικτή η σωρευτική προσθήκη σημαντικών κομματιών στην ιστορία του Τεκτονισμού. Η εικονοκλαστική θεωρία πρεσβεύει εν ολίγοις, ότι η αλήθεια και η αυθεντικότητα πρέπει να αναζητώνται κατά προτεραιότητα, ότι τίποτα δεν γίνεται δεκτό σαν Ιστορία όταν δεν διαθέτει τις εσωτερικές και εξωτερικές προδιαγραφές της ιστορικής αλήθειας, και ότι όταν πραγματευόμαστε τις Τεκτονικές παραδόσεις δεν πρέπει να τις αντιμετωπίζουμε ως εξ ολοκλήρου μυθώδεις, αλλά ως περιεκτικές κρυμμένων και απόκρυφων νοημάτων, που όπως και για κάθε σύμβολο, οφείλουμε να σπεύσουμε προς ανακάλυψή του. Αν όμως βρεθεί ότι η όποια παράδοση δεν έχει συμβολικό νόημα και σημασία και ότι δεν είναι παρά η διαστροφή ενός ιστορικού γεγονότος, οφείλουμε να αποβάλουμε το μύθευμα και να αφήσουμε τον κορμό της αλήθειας, στον οποίο είχε προστεθεί, να ανακτήσει την πραγματική του αξία. Αυτή τη μέθοδο ακολούθησαν και οι αρχαίοι φιλόσοφοι, όπως ο Πλάτων, ο Αναξαγόρας και ο Κικέρων, που εξηγούσαν τους παραλογισμούς των αρχαίων μύθων με έναν αλληγορικό τρόπο ερμηνείας.

Η εικονοκλαστικού τύπου κριτική ανάλυση μάλλον εξυψώνει παρά μειώνει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του Θεσμού. Τον απαλλάσσει από παράλογες ασάφειες, συχνά εξηγεί τις αιτίες των αναχρονισμών, αποκαθαίρει τα μυθικά στοιχεία και τα ορίζει εντός ιστορικών πλαισίων. Ακολουθώντας αυτές τις μεθόδους, όπως οι πλέον ενημερωμένοι ιστορικοί του καιρού μας, και προκειμένου να γίνει αξιόπιστη και πλήρως κατανοητή η Ιστορία του Τεκτονισμού, είναι απαραίτητος ο διαχωρισμός στις δύο περιόδους: την Προ-ιστορική και την Ιστορική.

Η Προ-ιστορία καλύπτει την περίοδο για την οποία δεν διαθέτουμε αυθεντικά τεκμήρια αναφορικά με την ύπαρξη του Τάγματος, εν αντιθέσει με την Ιστορία, που περιλαμβάνει την περίοδο για την οποία υπάρχουν αυθεντικά τεκμήρια.

Τόσο στις καθημερινές μας πνευματικές ανταλλαγές όσο και στα συνήθη λόγια αναγνώσματα, και ακόμα συχνότερα, κατά τη διαδικασία του σκέπτεσθαι (με ή χωρίς αποδέκτη) είναι πολύ εύκολο να παρασυρθούμε στη σύγχυση που προκαλείται από μη ιστορικούς, ανιστορικούς ή ανιστόρητους συλλογισμούς. Αν και είναι πολύ δύσκολο να προφυλαχθούμε από αυτό, ας διδαχθούμε από την κριτική σκέψη ως μεθοδολογία στην έρευνα της Τεκτονικής Ιστορίας και την αποδοχή της Τεκτονικής Παράδοσης. Πιστεύω ότι με αυτό το «όπλο» θα αποκτήσουμε σταδιακά διαλεκτικότερο τρόπο σκέπτεσθαι, διεισδυτικότερο βλέμμα, ακριβέστερη έκφραση και αποτελεσματικότερη επικοινωνία.

Α.Α.
Σ.Στ. Ήλιος
Από το έργο του Albert Mackey, The History of Freemasonry

(Ο Σκωτικός Τεκτονισμός πρεσβεύει την απόλυτη ελευθερία συνείδησης, σκέψης, έκφρασης. Έτσι, κάθε αναρτώμενο κείμενο συνιστά απόλυτα προσωπική έκφραση του συντάκτη του, δίχως οποιαδήποτε σχετική θέση του Τεκτονικού σώματος).

Το βρήκατε ενδιαφέρον; Μοιραστείτε το...

Facebook
Twitter
LinkedIn
Pinterest
Email
Εκτύπωση

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Scroll to Top