Το αληθές όνομα του αρχικού αιτίου

Στην παρούσα εργασία γίνεται μια μικρή προσπάθεια συνεισφοράς στην προβληματική που αναπτύσσεται

Στην παρούσα εργασία γίνεται μια μικρή προσπάθεια συνεισφοράς στην προβληματική που αναπτύσσεται σχετικά με την πανανθρώπινη και προαιώνια ενδόμυχη τάση για ανακάλυψη των αιτίων της αρχής των κόσμων, της εξήγησης της ύπαρξης, της επαφής του ανθρώπου με το Θείο και την απόδοση ονόματος σ’ αυτό. Δεν προτείνεται καμιά λύση ή απάντηση στα ερωτήματα, θα ήταν πολύ επιπόλαιο άλλωστε. Κατατίθενται όμως μερικοί συλλογισμοί, οι οποίοι, όπως ο γράφων φιλοδοξεί, θέτουν υπό παρατήρηση τη σχέση των φυσικών επιστημών και της φιλοσοφίας με άξονες αναφοράς το Νου, το Αρχικό Αίτιο και την απόδοση ονόματος σε αυτό.

Ο μύθος αναγνωρίζει σαν υπαρκτό το αληθές όνομα του αρχικού αιτίου και το ανάγει σε μια αντικειμενική πραγματικότητα, με την έννοια ότι το όνομα αυτό είναι ένα και μοναδικό για όλα τα έλλογα όντα, ανεξαρτήτως γλώσσας, χρώματος και φυλής, όπως αφήνεται να εννοηθεί. Το όνομα του θεού είναι γνωστό σε ελάχιστους, χάνεται και ξαναβρίσκεται μετά από πολλές περιπέτειες με συμβολικό χαρακτήρα και νόημα. Αυτό όμως που είναι άγνωστο στους ανθρώπους είναι ο τρόπος που αυτό προφέρεται. Αν και η ηχητική–φωνητική του απόδοση απεκαλύφθη στον εκλεκτό άνθρωπο, τελικά αυτή χάθηκε, με αποτέλεσμα να αποτελεί αντικείμενο αναζήτησης και εσωτερικής έρευνας τόσο για τον άνθρωπο που βρίσκεται στο δρόμο της αναζήτησης της αλήθειας, έχει χειραφετημένη συνείδηση και είναι απαλλαγμένος από προκαταλήψεις. Το «εργαλείο» για την πνευματική αυτή πορεία το δίνει ο λόγος, η σκέψη. Όχι όμως αβασάνιστα και χωρίς να έχει υπερβεί κάποια εμπόδια προηγουμένως.

Στο σημείο αυτό της εξελικτικής του πορείας, ο άνθρωπος προσπαθεί να γνωρίσει το αληθές όνομα του αρχικού αιτίου, γνωρίζοντας όμως ότι δε θα μπορέσει να το προφέρει. Η δια της αρετής ένωση των ερευνούντων είναι άρρηκτη μπροστά στον υπέρτατο σκοπό, τόσο που ακόμα και ο θάνατος δε θα μπορούσε να την εμποδίσει. Η αιώνια καιόμενη βάτος τους οδηγεί.

Τίθεται όμως μια σειρά ερωτημάτων. Αναζητάμε το αληθές όνομα του αρχικού αιτίου ή το αρχικό αίτιο καθαυτό; Το όνομα του αρχικού αιτίου ταυτίζεται με το αρχικό αίτιο; Η ηχητική – φωνητική του απόδοση ταυτίζεται με αυτό; ή μήπως δια του ονόματος και της ηχητικής του αναπαράστασης θα οδηγηθούμε στο αρχικό αίτιο; Αν όμως είναι έτσι, τότε αρκεί να ονοματίζουμε για να γνωρίζουμε; Αν πάλι με κάποια διαδικασία μπορούμε να έλθουμε σε επαφή με το αρχικό αυτό αίτιο, είτε αυτή είναι η ονοματοδοσία και η κατάλληλη προφορά της είτε κάποια άλλη κλείδα, ορθώς πράττομε και ερευνούμε προς αυτή την κατεύθυνση ή μήπως έτσι μας διαφεύγει η ουσία του πράγματος και χάνουμε το στόχο μας;

Πέραν όλων των διλημμάτων, που ούτως ή άλλως υπονοούν την ενόραση της γνώσης χωρίς να είναι μεταγνώση, η πορεία της φιλοσοφίας και της επιστήμης από την ελληνική αρχαιότητα μέχρι τις μέρες μας έχει προσφέρει πολλά στο ζήτημα της ουσίας του όντος, με ή χωρίς θεολογικές αρχές εκκίνησης. Η σύγχρονη αστροφυσική, η μοριακή βιολογία, η σωματιδιακές θεωρίες και τα μαθηματικά προτείνουν μοντέλα προέλευσης και ύπαρξης του κόσμου της ύλης και των ιδεών, που καθιστούν αυτά τα δύο αναπόσπαστα μεταξύ τους, τείνοντας όλο και περισσότερο σε ένα νέο είδος μη εξ αποκαλύψεως νόμων και αρχών, ένα νέο είδος θεολογίας ή κοσμογονίας, απ’ όπου διαφαίνεται ο νέος άνθρωπος.

Η αναζήτηση της σχέσης μεταξύ νόησης και ύπαρξης ή μεταξύ νου και όντος συνδέεται άμεσα με την αναζήτηση του ονόματος του αρχικού αιτίου. Το ότι το όνομα του αρχικού αιτίου έχει παίξει ρόλο στην πορεία της φιλοσοφίας περί κοσμογονίας και έχει επηρεάσει τη θεολογική-μυθολογική σκέψη, φαίνεται αρκετά σαφώς από το διάφορα ονόματα που έχουν δοθεί κατά καιρούς (και ανάλογα με τον υπό εξέταση πολιτισμό) στο Θείο, τον Νου, το Λόγο κλπ, από τις πολλές συμβολικές σημασίες των ονομάτων αυτών, από την επίδραση τους στις διάφορες μορφές της λατρείας, της τέχνης, της διανόησης, του λόγου και της έκφρασης γενικότερα των αρχαίων αλλά και των σύγχρονων λαών. Η αναζήτηση έχει αρχίσει από τα παλαιότατα χρόνια και βέβαια συνεχίζεται. Θα αναφερθούμε λοιπόν στους αρχαίους έλληνες στοχαστές, που πρώτοι έδωσαν στην ανθρωπότητα το έναυσμα για την αναζήτηση, καθώς και στην συμβολή της σύγχρονης επιστήμης πάνω στα θέματα που θέσαμε.

Ο λογικός συλλογισμός πάνω στα φαινόμενα και την εξήγησή τους είναι το μεγαλύτερο βήμα που έκανε ο άνθρωπος για την κατάκτηση της ελευθερίας του και της ανάπτυξής του. Για τον λόγο αυτό, το έργο των μεγάλων Ιώνων φιλοσόφων, Θαλή, Αναξίμανδρου και Αναξιμένη, πρέπει να θεωρείται η αρχή του πολιτισμού μας, η αρχή του Λόγου, της λογικής. Με τη λέξη λόγος δεν εννοείται εδώ η λογική αλληλουχία επιχειρημάτων, συλλογισμών και λογικοτεχνικών μηχανισμών, αλλά το εξαιρετικό αυτό αίσθημα ανησυχίας και περιέργειας, που οδηγεί στην διαμόρφωση της ερώτησης, στον έλεγχο, όπως έλεγαν οι αρχαίοι Έλληνες.

Είναι πρακτικά ασύλληπτο αυτό το άλμα, που έγινε στην Ιωνία και που δημιούργησε την κοσμολογία από το μηδέν. Διότι την εποχή εκείνη ίσχυαν και λειτουργούσαν παράλληλα ισχυρές θρησκευτικές και μυστικές παραδόσεις, που επείχαν θέση της «λογικής» σκέψης, σε πρώιμη βέβαια μορφή.

Ο Ορφισμός για παράδειγμα, που τόσο επηρέασε τον Πυθαγορισμό, δίδασκε ότι η ανθρώπινη ψυχή είναι ένας εκπεσών θεός, ότι μόνο η εκ-στασις, οι καθαρμοί και η οργιαστικές πρακτικές μπορούν να επιφέρουν την ανάκτηση της χαμένης θέσης της και την εκφυγή της από τον τροχό της γενέσεως. Οι μυστικές αυτές δοξασίες ίσχυαν – και συνεχίζουν να ισχύουν – σε πολλά μέρη του κόσμου.

Ο δρόμος που ανοίχτηκε από τους Ίωνες υπερσκέλισε τελικά όλες τις μυστικές δοξασίες και όλες τις θρησκείες, ακόμα και τον Χριστιανισμό. Έχοντας εισαγάγει τον έλεγχον, ενσωμάτωσε και αφομοίωσε κατά κάποιο τρόπο τον τροχόν της γενέσεως. Όλες οι προσωκρατικές σχολές έπαιξαν ρυθμιστικό ρόλο στην εξέλιξη της φιλοσοφίας μέχρι τις μέρες μας.

Δύο είναι οι εξέχουσες φυσιογνωμίες της προσωκρατικής περιόδου: ο Πυθαγόρας (572 – 500 π.Χ.) και ο Παρμενίδης (+ 540 π.Χ.). Η πυθαγόρεια σύλληψη των αριθμών και η παρμενίδια διαλεκτική, είναι και οι δύο μοναδικές εκφράσεις της ίδιας ανησυχίας.

Η πυθαγόρεια σύλληψη περί αριθμών, όπως εξελίχθηκε από τον 6ο έως τον 4ο αι. π.Χ., διατύπωσε την αρχή ότι τα πράγματα είναι αριθμοί ή είναι εφοδιασμένα με αριθμούς ή εκφράζονται από αριθμούς ή είναι όμοια με αριθμούς. Κατά συνέπεια έχουν σχέσεις που εκφράζονται αριθμητικά. Η κοσμογονία των πυθαγορείων διατυπώνεται μέσω της ερμηνείας των αριθμών. Οι ιδέες σαν όντα έχουν ποικίλες σχέσεις μεταξύ τους, αυτές των αριθμών. Αξίζει να σημειώσουμε ότι στο σύστημα αυτό δεν υπήρχε το μηδέν σαν αριθμός, ούτε οι αρνητικοί, ούτε οι άρρητοι αριθμοί, με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται.

Η πυθαγόρεια αριθμητική σκέψη αναπτύχθηκε από τη μελέτη των μουσικών διαστημάτων (δηλαδή των σχέσεων των ήχων μεταξύ τους), προκειμένου να επιτευχθεί η ορφική κάθαρσις. Κατά τον Αριστόξενο, τον γνωστότερο θεωρητικό της μουσικής στην αρχαιότητα, μαθητή του Αριστοτέλη, οι πυθαγόρειοι χρησιμοποιούσαν τη μουσική για να εξαγνίσουν την ψυχή, όπως την ιατρική για να καθαρίσουν το σώμα. Η μέθοδος αυτή υπάρχει και σε άλλες μυστικές δοξασίες και πρακτικές, όπως για παράδειγμα στη λατρεία των Κορυβάντων, που αναφέρει ο Πλάτων στους Νόμους. Ο Πυθαγορισμός διείσδυσε στην δυτική σκέψη μέσω των αρχαίων Ελλήνων αρχικά, του Βυζαντίου στη συνέχεια, των Αράβων αργότερα και της Δυτικής Ευρώπης. Όλοι οι μεγάλοι θεωρητικοί της μουσικής μέχρι τον 18ο αιώνα – Αριστόξενος, Hucbald, Zarlino, Rameau- είναι βαθιά επηρεασμένοι από τον πυθαγόρειο λογισμό.

Αυτό όμως που προκαλεί μεγάλη εντύπωση είναι το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος της διανόησης της εποχής μας, των τεχνών μη εξαιρουμένων, βυθίζεται στον κόσμο των αριθμών! Η γενετική ειδικότερα, κατάφερε να διαρρήξει τη γεωμετρική συνδυαστική δομή της σπείρας του D.N.A. και να σπάσει τον κύκλο της γενέσεως, όπως εξάλλου το προείδε ο Πυθαγόρας. Στην περίπτωση αυτή δεν πρόκειται για δυνάμεις απελευθερωμένες με την εκ-στάση (ορφική, ινδουιστική ή ταοϊστική), με τις οποίες ο άνθρωπος κατάφερε να ορίσει την ποιότητα των γόνων (παλιγγενεσία), αλλά η δύναμη των αποτελεσμάτων και της εφαρμογής της θεωρίας, της ερώτησης και του ελέγχου. Κατά συνέπεια και μέχρις ενός σημείου, είμαστε όλοι πυθαγόρειοι, με την έννοια ότι ναι μεν η μαθηματική σκέψη περιέχεται στις ανώτερες λειτουργίες του εγκεφάλου, αλλά εξ αιτίας του Πυθαγόρα έχουμε τη δυνατότητα να χρησιμοποιούμε τους αριθμούς και τις σχέσεις του συμβολικά.

Η πλειονότητα των ανθρώπων, παρ’ όλα ταύτα, δεν θεωρεί ότι οι αριθμοί, που τόσο ευρέως χρησιμοποιούμε, είναι όντα, με τη φιλοσοφική έννοια του όρου. Δεν αντιστοιχίζουμε κάποιον αριθμό με μια ιδέα ή με κάποια έννοια, δεν διαθέτουμε δηλαδή αριθμοϊδέες, όπως οι πυθαγόρειοι. Και βέβαια δεν εννοείται εδώ ο συμβολικός χαρακτήρας και λειτουργία των αριθμών, έστω και με τη μορφή δεισιδαιμονιών, προκαταλήψεων ή φιλοσοφικο-μαντικών συστημάτων. Αντίθετα μάλιστα, είμαστε σε θέση να διαπιστώνουμε ότι οι αριθμοί, από τα διάφορα συστήματα αρίθμησης μέχρι τις ποικίλες και δυσπρόσιτες μαθηματικές θεωρίες, εκφράζουν τη νόηση και τα δημιουργήματά της χωρίς να εκφράζονται από αυτήν. Δημιουργούνται νοήματα ή νοητικά όντα (με τη φιλοσοφική έννοια του όρου) με τη χρήση αριθμών ή αριθμητικής λογικής, εκφράζονται νόμοι, διατυπώνονται αρχές συστημάτων. Οι αριθμοί των σύγχρονων μαθηματικών είναι πλέον εργαλεία της νόησης, δεν είναι η νόηση καθαυτή. Κάτι ανάλογο δηλαδή που συμβαίνει και με τη γλώσσα, που είναι μεν εργαλείο της νόησης αλλά όχι η ίδια η νόηση.

Ο Παρμενίδης κατάφερε να φτάσει στην καρδιά του ζητήματος της αλλαγής με το να την αρνηθεί, σε αντίθεση με τον Ηράκλειτο. Ανακάλυψε την αρχή του εξαιρουμένου μέσου και την αρχή της λογικής ταυτολογίας. Κατάφερε έτσι να φτάσει στην έννοια του Όντος, αυτού που είναι, το ακίνητο, αγέννητο, άφθαρτο, που πληροί το σύμπαν, καθώς και στο μη-όν, περιορισμένο και σφαιρικό. Στο διάσημο ποίημά του Περί Φύσιος ο Παρμενίδης λέγει:

«Διότι θα είναι για πάντα αδύνατο να αποδειχθεί ότι πράγματα που είναι, δεν είναι. Εσύ όμως απομάκρυνε τη σκέψη σου από αυτή την οδό της αναζήτησης…. Δε μένει τότε παρά μια οδός, αυτή του είναι. Υπάρχουν πολλά σημάδια που δείχνουν ότι είναι αδημιούργητο και άφθαρτο. Διότι είναι πλήρες, αδιατάρακτο και χωρίς τέλος. Ποτέ δεν ήταν και ποτέ δεν θα είναι, διότι τώρα είναι συγχρόνως πλήρες, ένα, συνεχές. Διότι τι είδους γέννησης αναζητάς γι αυτό; Πώς και από που θα μπορούσε να αναπτυχθεί; Ούτε θα σου επέτρεπε να πεις ή να σκεφθείς ότι προέρχεται από ό,τι δεν είναι. Και ποια ανάγκη θα το οδηγούσε να έχει δημιουργηθεί νωρίτερα ή αργότερα αν προερχόταν από το τίποτα; Συνεπώς πρέπει να είναι, απολύτως ή καθόλου».

Η μέθοδος που χρησιμοποιείται στην ερώτηση είναι απόλυτη. Οδηγεί στην άρνηση του αισθητού κόσμου, ο οποίος αποτελείται από αντιφατικά φαινόμενα και θέτει σαν μόνη αλήθεια την ιδέα της ίδιας της αλήθειας.

Η ιδέα αυτή όμως, που θεμελιώνεται με τη βοήθεια αφηρημένων λογικών κανόνων, δεν χρειάζεται καμία άλλη εκτός από την αντίθετή της, το μη-όν, το τίποτα, που αμέσως γίνεται ασύλληπτο και που είναι αδύνατο να εκφραστεί.

Η λιτότητα και η αξιωματικότητα της σκέψης του Παρμενίδη, που υπερβαίνει τους θεούς και τις κοσμογονίες, τις θεμελιώδεις για τα πρώτα στοιχεία του Ηράκλειτου – [γη, ύδωρ, αήρ] = [ύλη, πυρ] = ενέργεια – είχαν τεράστια επιρροή στους συγχρόνους του. Στο υλικό επίπεδο, ήταν ο πρώτος απόλυτος και ολοκληρωμένος υλισμός. Οι κυριότερες άμεσες αναδράσεις ήταν η θεωρία της Συνέχειας του Αναξαγόρα και η θεωρία της ατομικής Ασυνέχειας (κβαντισμένης ύλης) του Λεύκιππου. Το ίδιο μπορούμε να θεωρήσουμε ότι συμβαίνει και στο πνευματικό επίπεδο, όπου μια ιδέα είναι ον. Κατά συνέπεια η ιδέα του όντος όντος είναι η πρώτη και η πρωταρχική.

Το κείμενο δεν αναφέρεται στο ον της καθημερινής εμπειρίας ή γενικά σε κάποιο ον εν δράσει. Μπορούμε ίσως, από θεολογική ή θρησκευτική σκοπιά, με ευκολία να πούμε ότι αναφέρεται σε αυτό που θα ονομάζαμε Θεό, στο αρχικό αίτιο. Ο ίδιος ο Παρμενίδης πάντως δεν προβαίνει σε καμία ονοματοδοσία, εκτός από τη μετοχή του ρήματος ειμί (εόν), ούτε και ορίζει κάποιες ιδιότητες, εκτός από την ίδια την ύπαρξη. Φτάνει λοιπόν στο καίριο πρόβλημα της αρχής των πάντων, στο αρχικό αίτιο, αρνούμενος το δεν είναι. Πρόκειται έτσι για μια κατάσταση ακινησίας του χρόνου, διότι του όντος δεν προηγείται το μη όν. Επομένως δεν τίθεται καθόλου το θέμα της αρχής του χρόνου και κατά συνέπεια ούτε της γένεσης.

Αξίζει, στο σημείο αυτό, να θυμηθούμε την Ορφική Κοσμογονία εκφρασμένη στο μύθο του Διονύσου, όπως μας παραδίδεται από τον νεοπλατωνικό Δαμάσκιο (5ος αι., Απορίαι και λύσεις περί των πρώτων αρχών). Σύμφωνα με αυτόν, υπήρχε ο Αμετάβλητος Χρόνος, η Πρώτη Αρχή του Σύμπαντος ή το Αυγό του Κόσμου. Πρόκειται για την Ενέργεια και τον Χρόνο πριν εκδηλωθούν, την Μονάδα των Πυθαγορείων. Το Αυγό του Κόσμου εκδηλωνόταν με δύο ιδιότητες: τον Αιθέρα και το Χάος. Ο Αιθέρας περιγράφει την κοσμική ενέργεια (το φίδι των Χαλδαϊκών χρησμών) και το Χάος την πρωταρχική αδιαφοροποίητη ουσία. Ο Αιθέρας και το Χάος συνιστούν την Δυάδα των Πυθαγορείων, την αντίθεση των δύο πόλων, την πρώτη εκδήλωση της Μονάδας, το Yin και το Yang των Κινέζων. Ο Αιθέρας των Ορφικών ήταν μια αυτοκινούμενη αρχή, που ακολουθούσε κυκλική πορεία. Το Χάος ήταν η Πρωταρχική Λάσπη, από την οποία επρόκειτο να προβάλει η οφιοειδής μορφή του Κόσμου. Αξίζει εδώ να επισημάνουμε την εντυπωσιακή ομοιότητα με τις σύγχρονες απόψεις της Αστρονομίας για την γένεση των αστέρων από τα νεφελώματα και την σπειροειδή συγκρότηση πολλών γαλαξιών, μεταξύ των οποίων και ο δικός μας.

Η Ορφική Κοσμογονία όπως διαπιστώνουμε, διαφέρει ουσιαστικά από την Παρμενίδια ρήση. Ο Παρμενίδης δεν κάνει καμιά κοσμογονία, βρίσκεται πριν από αυτήν ή, αν θέλουμε, θέτει το αρχικό αίτιο και όχι την εκδήλωσή του. Στον Παρμενίδη, η απουσία χρόνου και ονομασίας του αιτίου σε σχέση σημαίνοντος και σημαινόμενου οδηγεί στη μη αναγκαιότητα ονοματοδοσίας του όντος και, επομένως, του αρχικού αιτίου.

Μπορούμε επίσης να το σχετίσουμε και με την ενέργεια ή την αρχή διατηρήσεως της ενεργείας. Η ενέργεια σε ηλεκτρομαγνητική, κινητική, θερμική ή σωματιδιακή μορφή πληροί το σύμπαν, χάρη στην ισοδυναμία ύλη – ενέργεια. Πρόκειται για το Παρμενίδιο εόν, αυτό το οποίον είναι. Πράγματι, σύμφωνα με την αρχή διατηρήσεως της ενεργείας, η συνολική ενέργεια στο σύμπαν, από τη γένεσή του μέχρι σήμερα, δεν έχει αλλάξει ούτε κατά ένα φωτόνιο.

Από την άλλη μεριά, με τον συλλογισμό αυτό, η λογική αλήθεια είναι μια ταυτολογία. Οτιδήποτε είναι βεβαιωμένο είναι αληθές, και σε αυτό δεν υπάρχει καμία εναλλακτική πρόταση. Η σύγχρονη Φυσική, για παράδειγμα, δέχεται θεωρητικά το κενό, αλλά είναι πράγματι το μη-ον; Ή μήπως είναι ο ονομαστικός προσδιορισμός ενός ασαφούς αντικειμένου; Τι είναι το απόλυτο κενό; Η απουσία ύλης σημαίνει και την απουσία ενέργειας; Κενό λοιπόν ως προς τι; Η επιστημονική σκέψη στα μέσα του 20ου αιώνα διακρίνεται από σκεπτικισμό αλλά και πραγματισμό. Μια επιστημονική θεωρία γίνεται δεκτή μέχρι να αντικατασταθεί από μια άλλη, πιο αποτελεσματική, με την προϋπόθεση ότι οι διαδικασίες και τα στάδια εφαρμογής έχουν μια εξήγηση που ταιριάζει με το όλο.

Το ποίημα του Παρμενίδη οδηγεί στην παραδοχή ότι η ανάγκη, η αναγκαιότητα, η αιτιότητα και το δίκαιο είναι ταυτόσημα με τη λογική. Από τη στιγμή που το όντως ον γεννιέται από τη λογική, η τυχαιότητα είναι τόσο αδύνατη όσο και το μη-ον. Αυτό φαίνεται με σαφήνεια στη φράση: «και ποια ανάγκη θα το οδηγούσε, αργά ή γρήγορα, στο να γεννηθεί, αν προερχόταν από το τίποτα;» Αυτή η αντίφαση κυριάρχησε στην διανόηση για χιλιετίες.

Στο σημείο αυτό προσεγγίζουμε μια άλλη πλευρά της διαλεκτικής, την σημαντικότερη ίσως στο πρακτικό επίπεδο δράσης, τον ντετερμινισμό. Πράγματι, αν η λογική συνεπάγεται την απουσία του τυχαίου, τότε θα μπορούσαμε να γνωρίσουμε τα πάντα με τη λογική. Θα μπορούσαμε ακόμα και να κατασκευάσουμε τα πάντα. Το πρόβλημα της επιλογής, της απόφασης και του μέλλοντος γενικά θα ήταν λυμένο.

Γνωρίζουμε όμως ότι αν το στοιχείο της τυχαιότητας ή της μη αιτιότητας υπεισέλθει σε μια ντετερμινιστική δομή, δηλαδή σε ένα σύμπλεγμα σχέσεων αίτιου-αιτιατού, τότε διαλύεται όλο το οικοδόμημα. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο οι μυθολογίες, οι θρησκείες και οι φιλοσοφίες ανήγαγαν ανέκαθεν το στοιχείο της τυχαιότητας στα όρια της γενέσεως του διαστήματος και στις αρχές της κοσμογονίας. Λάμβαναν υπ’ όψιν τους το τυχαίο, όχι σαν καθαρή έκφραση της πιθανότητας (ή της ιδέας της πιθανότητας), αλλά σαν μυστηριώδη σημάδια από τις θεότητες, που αν και συχνά περιείχαν αντιφάσεις υπεδείκνυαν σαφώς τις προθέσεις τους. Τα σημάδια αυτά, οι οιωνοί, μπορούσαν να «διαβαστούν» από τους οιωνοσκόπους, τους θεουργούς και τους μάντεις. Πολλά μάλιστα σύμβολα απέδιδαν τέτοιες εξ αποκαλύψεως ιδέες.

Τα ονόματα πάντως των θεών ποτέ δεν ήταν τυχαία δοσμένα, διότι οι θεοί προϋπήρχαν των ονομάτων τους. Υπήρχε επομένως μια αιτιατή σχέση ανάμεσα στον θεό, που σαν έννοια ήταν μη αιτιατή σχέση, και στο όνομά του, που ήταν αιτιατή. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η ονοματοδοσία ήταν μη αιτιατή, όπως ο θεός ο ίδιος. Προς αποφυγήν παρερμηνειών, ας επαναλάβουμε ότι ο Παρμενίδης δεν μιλάει για κάποιον θεό, αλλά για το όντως ον σαν αρχικό και αμετάβλητο αίτιο.

Η μη αποδοχή του καθαρά τυχαίου επιβίωσε ακόμη και στην σύγχρονη μαθηματική θεωρία των πιθανοτήτων και ενσωματώθηκε σε αυτή με τη μορφή κάποιων λογικών νόμων, με τρόπο ώστε το καθαρά τυχαίο και ο καθαρός ντετερμινισμός να αποτελούν τις δύο όψεις της ιδίας ενότητας.

Ο πρώτος που αποκάλυψε και εισήγαγε την έννοια του τυχαίου ήταν ο Επίκουρος (342 – 271 π.Χ.). Γνωστότερη ίσως ρήση του έχει μείνει το αρχά των όντων άτομα. Ο επίκουρος αγωνίστηκε κατά των ντετερμινιστικών συστημάτων των ατομιστών, των πλατωνικών, των αριστοτελικών και των στωικών, οι οποίοι είχαν τελικά φτάσει στην άρνηση σχεδόν της ελεύθερης βούλησης του ανθρώπου και στο ότι αυτός υπόκειται στη «βούληση» της φύσης. Διότι αν το παν είναι λογικά διευθετημένο, τόσο μέσα στο σύμπαν όσο και μέσα στο σώμα μας, που είναι παράγωγο του σύμπαντος, τότε η βούληση μας υπόκειται σε αυτή τη λογική και η ελευθερία της είναι πρακτικά ανύπαρκτη.

Οι Στωικοί, για παράδειγμα, πίστευαν ότι και η παραμικρότερη κίνηση ή δράση πάνω στη γη επέφερε κάποια ανάδραση, ακόμα και στο μακρινότερο άστρο μέσα στο σύμπαν. Το ίδιο πράγμα σήμερα θα το μεταφράζαμε με το ότι «το δίκτυο των επαφών και συνδέσεων είναι πλήρες, συμπαγές και ευαίσθητο, ώστε δεν υπάρχει απώλεια πληροφοριών». Οι Στωικοί δημιούργησαν τη λογική των τρόπων, σε αντίθεση με τη λογική των ειδών και των τάξεων του Αριστοτέλη. Ο Στωικισμός, με την ηθική του θέση και τη στάση του απέναντι στη ζωή και τον άνθρωπο, αναδείχθηκε σε υπόβαθρο για τη διαμόρφωση του Χριστιανισμού στην Ελλάδα, στον οποίο και παραχώρησε τη θέση του. Συνδυάστηκε τελικά η αιτιότητα και η προκαθορισμένη πορεία (στωικισμός) με την εξ αποκαλύψεως γνώση (Χριστιανισμός), που έτσι και αυτή καταλήγει να είναι ντετερμινιστική-αιτιοκρατική.

Ο Επίκουρος όμως, προκειμένου να θεμελιώσει αξιωματικά και κοσμολογικά την πρόταση της ελεύθερης βούλησης του ανθρώπου, ξεκινά με την ατομική υπόθεση, την ασυνεχή σωματιδιακή υπόσταση της ύλης, και δέχεται ότι «κατά την κίνηση του ατόμου μέσα στο κενό, σε ευθεία γραμμή, σε μια απροσδιόριστη στιγμή, το άτομο παρεκκλίνει ελάχιστα από την ευθεία κίνηση, αλλά τόσο ελαφρά, τόσο λίγο, που δεν είναι καν δυνατό να συλλάβουμε την απόκλιση». Αυτή είναι η θεωρία της έκκλησης, που έφτασε έως εμάς χάρη στον Λουκρίτιο. Έτσι, ένα νέο, φαινομενικά επουσιώδες στοιχείο, υπεισέρχεται στον κόσμο του ατομικού ντετερμινισμού και του αιτιατού γενικότερα. Ο Επίκουρος βασίζει τη δομή του σύμπαντος στις αδυσώπητες ευθείες και παράλληλες μεταξύ τους κινήσεις των ατόμων (ντετερμινισμός) και συγχρόνως στην έκκληση, δηλαδή το τυχαίο. Κανείς πριν από τον Επίκουρο δεν είχε σκεφτεί να χρησιμοποιήσει το τυχαίο σαν αρχή ή σαν τύπο συμπεριφοράς.

Είναι πραγματικά εντυπωσιακή η ομοιότητα της θεωρίας του Επίκουρου με την κινητική θεωρία των αερίων, που πρότεινε ο Daniel Bernoulli στα τέλη του 19ου αιώνα. Η θεωρία αυτή βασίζεται στην ασυνεχή και σωματιδιακή δομή της ύλης, στον ντετερμινισμό αλλά και στο τυχαίο.

Παρενθετικά, ας αναφέρουμε εδώ ότι το πρόβλημα του αν η ύλη είναι συνεχής ή ασυνεχής δεν έχει λυθεί ακόμη. Η ύλη τεμαχίζεται συνεχώς – όπως έλεγε ο Αναξαγόρας – σε όλο και μικρότερα σωματίδια, άρα είναι ασυνεχής, αλλά και διαρκώς ανακαλύπτονται νέα σωματίδια, των οποίων η ενεργειακή κατάσταση συγχέεται ή εναλλάσσεται διαρκώς με την υλική τους (υλενέργεια).

Η πρώτη όμως εμφάνιση της αρχής του τυχαίου, της κατανόησής του και της χρήσης του, έγινε το 1654, από τον Pascal και ιδίως τον Fermat, που διατύπωσε τις δύο θεμελιώδεις αρχές των πιθανοτήτων. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1713, ο Jaques Bernoulli διατύπωσε τη θεωρία των μεγάλων αριθμών. Σύμφωνα με αυτήν, αν ένα γεγονός έχει δύο πιθανές εκβάσεις, η πιθανότητα της μιας έκβασης τείνει να γίνει ίση με την πιθανότητα της άλλης όταν το γεγονός επαναλαμβάνεται πάρα πολλές φορές. Όταν δηλαδή ο αριθμός των επαναλήψεών του γεγονότος είναι πάρα πολύ μεγάλος, τότε οι πιθανότητα να συμβεί η μία ή η άλλη έκβασή του τείνει στο 1/1.

Έτσι ο Επίκουρος, ο οποίος δέχεται την αναγκαιότητα της γέννησης σε μια απροσδιόριστη στιγμή, ή με άλλα λόγια τη διαφοροποίηση της προκαθορισμένης πορείας-έκβασης ενός γεγονότος σε ανύποπτο χρόνο, αποτελεί μια πολύ ιδιαίτερη περίπτωση θεωρητικού στοχασμού, διότι ένα αλεατορικό γεγονός μπορεί να είναι το αποτέλεσμα της ύπαρξης μιας πιθανότητας, η οποία όμως δεν είναι καθόλου γνωστή ούτε και προβλέψιμη και εμπίπτει επομένως στο πεδίο της άγνοιάς μας.

Η θεωρία των πιθανοτήτων εμπεριέχει και την αβεβαιότητα και την βεβαιότητα, όσον αφορά την έκβαση ενός γεγονότος, με δύο τρόπους. Ο πρώτος είναι πιθανοτικός και αφορά την άγνοια για την τελική έκβαση και εκφράζεται με την έννοια του τυχαίου. Ο δεύτερος είναι ντετερμινιστικός, διότι η θεωρία των μεγάλων αριθμών που προαναφέραμε, με την βοήθεια του χρόνου (ή του χώρου), αναιρεί την αβεβαιότητα, καθώς όσο μεγαλώνει ο αριθμός των επαναλήψεων του γεγονότος τόσο οι πιθανότητες των εκβάσεων τείνουν να εξισωθούν.

Ας αναλογιστούμε τι μπορεί να συνεπάγεται αυτό στην περίπτωση που θελήσουμε να αποδώσουμε ένα όνομα στο αρχικό αίτιο ή στο ον του Παρμενίδη… Για παράδειγμα ποια από αυτά θα είναι τα αληθή;

Έτσι λοιπόν, είκοσι πέντε αιώνες μετά τον Παρμενίδη και είκοσι τρεις μετά τον Επίκουρο, οι ίδιες δυνάμεις συνεχίζουν να ρυθμίζουν την ανθρώπινη δραστηριότητα με την ίδια αποτελεσματικότητα. Είναι η πηγή της αμφιταλάντευσης και των προβλημάτων με τα οποία διαρκώς ασχολείται ο άνθρωπος, μέσα από το σκότος της άγνοιάς του: ντετερμινισμός ή τυχαίο; ενόραση ή κονστρουκτιβισμός; a priori ή όχι; ενιαίο ύφος ή εκλεκτικισμός; υπολογισμός ή όχι; μεταφυσική της τέχνης ή τέχνη ως διασκέδαση;

Μέχρι στιγμής ασχοληθήκαμε με το όν. Ας εισάγουμε τώρα και την έννοια του νου σαν ένα νέο στοιχείο, που σχετίζεται με αυτό. Το πρόβλημα της σχέσης μεταξύ σκέψης και ύπαρξης και ακόμα περισσότερο της ισοδυναμίας σκέψης και ύπαρξης αποτελεί κομβικό σημείο της πορείας της φιλοσοφίας και της διανόησης ανά τους αιώνες.

Ο Πλάτωνας στην Πολιτεία παραθέτει ένα στίχο, και πάλι του Παρμενίδη, που έχει γίνει διάσημος: «το γαρ αυτό νοείν εστίν τε και είναι» (διότι είναι το ίδιο αυτό που μπορεί να νοηθεί με αυτό που είναι ή το είναι και το σκέπτεσθαι). Το όντος ον και το νοείν είναι το ίδιο πράγμα. Ο Παρμενίδης μιλάει ξανά για την ύπαρξη σαν ιδέα, όχι για το ον εν δράσει. Παρατηρούμε επίσης ότι η φράση αυτή είναι συμμετρική και ‘ισοβαρής’ ως προς το ρήμα ‘εστίν.

Η υλική-ενεργειακή και η πνευματική-άϋλη υπόσταση του Παρμενίδιου όντως όντος συνιστούν αδιάρρηκτη ενότητα και βρίσκονται σε συμμετρική σχέση με τη σκέψη, το νου. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει ταύτιση όντος και νου έξω από κάθε αντικειμενική πραγματικότητα.

Αν τώρα εξετάσουμε το ‘σκέπτομαι άρα υπάρχω’, την περίφημη φράση του Καρτέσιου (1595 – 1650), του θεμελιωτή του ορθολογισμού, θα διαπιστώσουμε ότι δεν είναι συμμετρική και ότι δεν εννοεί καθόλου το ίδιο με τον Παρμενίδη. Είναι όμως αξιοθαύμαστο το ότι ο άνθρωπος συνεχίζει να έχει τα ίδια ερωτήματα δια μέσου των αιώνων. Ο Καρτέσιος έχει εντοπίσει την προσοχή του στον άνθρωπο, στην αντικειμενική ύπαρξη. Η σκέψη επομένως, σαν εκδήλωση της ύπαρξης, την επιβεβαιώνει. Το νοηματικό κέντρο βάρους της ρήσης του Καρτέσιου είναι ο άνθρωπος, η νοητικά δρώσα ύπαρξη, όχι το ον αλλ’ ούτε και η σκέψη ή ο νους ή, ακόμη περισσότερο, ο Λόγος.

Επισημαίνουμε εδώ ότι ο σκεπτόμενος άνθρωπος αναζητά το όνομα της αρχής, του αιτίου. Συνεπώς, σύμφωνα με τον Καρτέσιο, η νοητική του ενέργεια αποδεικνύει την ύπαρξή του. Αν όμως την νοητική αυτή ενέργεια την θεωρήσουμε μέρος ή μία από τις εκδηλώσεις του νου, τότε θα πρέπει το αντίστοιχο μέρος του νοούντος να είναι ον, κατά τον Παρμενίδη. Ως εκ τούτου το οποιοδήποτε όνομα του αρχικού αιτίου καταφέρει ο νοών άνθρωπος να ανακαλύψει, πρέπει να αποτελεί και μέρος του όντος όντος. Έτσι ο ερευνών θα έχει πλησιάσει το Παρμενίδιο ον, σαν μέρος αυτού, έστω και κατά ένα πολύ μικρό ποσοστό.

Φαίνεται λοιπόν ότι η ανακάλυψη όλων των ονομάτων του αρχικού αιτίου θα οδηγήσει στην ένωση του νοούντος με αυτήν. Αν όμως αυτή είναι η πορεία που πρέπει να ακολουθήσει ο άνθρωπος για τη «θέωση» του, τότε υπεισέρχεται για μια ακόμη φορά ο παράγων της πιθανότητας για την ατελεύτητη απαρίθμηση των ονομάτων του Μεγάλου Αρχιτέκτονα του Σύμπαντος, καθώς και ο παράγων χρόνος που απαιτείται γι αυτό.

Σήμερα γνωρίζουμε αρκετά για την εξέλιξη του σύμπαντος εδώ και 13 ή 14 περίπου δισεκατομμύρια χρόνια. Η σύγχρονη γνώση είναι το «εκχύλισμα» της ιστορίας της ανθρωπότητας, το αποτέλεσμα των πνευματικών δομών του ατομικού ή του συλλογικού εγκεφάλου και των ανθρωπομορφικών του συλλήψεων. Ο άνθρωπος ωστόσο, αντιμετωπίζει σήμερα μια τρομακτική αμφιβολία ως προς την αληθινή αντικειμενικότητα των γνώσεών του, πολύ περισσότερο μάλιστα με την ταχέως αναπτυσσόμενη βιοτεχνολογία, που υπόσχεται την αναδιαμόρφωση των δομών λειτουργίας του εγκεφάλου και της κληρονομικότητας. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να αποβεί από θαυμαστό άλμα εξέλιξης και ώθησης, μέχρι άβυσσος καταστροφής. Κανείς πάντως δε μπορεί να εννοήσει το σταμάτημα του χρόνου, η ροή του οποίου είναι συνεχής, χωρίς κενά, ανεξάρτητα από την πυκνότητά του. Οι έρευνες στην υποατομική φυσική οδήγησαν στην ανακάλυψη της αναστρεψιμότητας της κατεύθυνσης ροής του χρόνου, έννοια που ο Πλάτων έχει εισάγει στην Πολιτεία του.

Τίθεται όμως και το ζήτημα της ελευθερίας. Αν απόλυτη ελευθερία του νοούντος είναι το να βγει από τον εαυτό του και να ορίσει ένα σημείο εκκινήσεως ανεξάρτητο από τη θέληση του, πέφτει αναγκαστικά σε αντίφαση ή κάνει τουλάχιστον παραχώρηση στην ελευθέρια, διότι ο μηχανισμός θέσης του σημείου εκκίνησης πρέπει είτε να προϋπάρχει είτε να τον δημιουργήσει και, κατόπιν, να προσαρμοστεί σε αυτόν και εν τέλει να τοποθετηθεί χρονικά με δική του πρωτοβουλία πάνω στην ατελείωτη ευθεία του χρόνου. Αν θεωρήσουμε αναγκαία την παραχώρηση, απαιτείται πάλι ένας άλλος μηχανισμός, ακόμη και πιθανοτικός, ώστε να είναι δυνατή η συνέχιση του έργου. Εδώ έγκειται η πάλη του πιθανοτικού λογισμού και της αιτιότητας στον άνθρωπο.

Νόμος, κανόνας και μηχανισμός σημαίνει μια διαδικασία που επαναλαμβάνεται και επομένως εμπλέκει την έννοια του χρόνου. Ας παρατηρήσουμε λοιπόν την κίνηση ενός φωτονίου. Κίνηση σημαίνει μετακίνηση από ένα σημείο του χώρου σε ένα άλλο. Θα μπορούσε άραγε αυτή η μετακίνηση του φωτονίου να θεωρηθεί ως αυτογένεση σε κάθε σημείο της συνεχόμενης ή κβαντισμένης διαδρομής του; Η επαναλαμβανόμενη και συνεχής αυτοδημιουργία του δε θα μπορούσε να είναι το καθαυτό διάστημα-χώρος; Η επανάληψη του γεγονότος γίνεται τότε νόμος; Αν όμως είναι έτσι, τότε από πού ή από τι αυτοδημιουργείται το φωτόνιο, η κίνηση και κατά συνέπεια το διάστημα- χώρος;

Σύμφωνα με τη θέση μερικών αστροφυσικών, υποστηρικτών της θεωρίας της μεγάλης έκρηξης δεν υπάρχει νόμος που αποκλείει την προέλευση του καταγεγραμμένου σύμπαντος από το τίποτα. Το πρότυπο του διογκούμενου σύμπαντος δίδει έναν πιθανό μηχανισμό με τον οποίο το καταγεγραμμένο σύμπαν εξελίχθηκε από μια απειροστή περιοχή. Είναι κατά συνέπεια δελεαστικό να πάμε ένα βήμα πιο πέρα και να θεωρήσουμε ότι όλο το σύμπαν προήλθε από το τίποτα. Κάποιοι άλλοι επιστήμονες υποστηρίζουν ότι το σύμπαν εμφανίστηκε από το τίποτα (ex nihilo) ακολουθώντας την αστάθεια του κβαντικού κενού του Minkonski, που σημαίνει ότι ο χωροχρόνος ήταν κενός ύλης, και ως εκ τούτου επίπεδος ή ακόμη χωρίς καμπυλότητα. Το εκπληκτικό και στις δύο προτάσεις είναι ότι δέχονται τη γένεση από το τίποτα.

Σύμφωνα με αυτά όμως, το τίποτα είναι γεννήτωρ του όντος και κατά συνέπεια και του νου. Επομένως, ερχόμαστε σε αντίθεση με το ρηθέν στο ποίημα του Παρμενίδη; «Διότι τι είδους γέννηση αναζητάς γι αυτό; Πώς και από που θα μπορούσε να αναπτυχθεί; Ούτε θα σου επέτρεπε να πεις ή να σκεφθείς ότι προέρχεται από ό,τι δεν είναι. Και ποια ανάγκη θα το οδηγούσε να έχει δημιουργηθεί νωρίτερα ή αργότερα αν προερχόταν από το τίποτα; Συνεπώς πρέπει να είναι, απολύτως, ή καθόλου».

Η σύγχρονη Φυσική μιλάει για τη δημιουργία του Σύμπαντος, αποφεύγοντας ν’ ασχοληθεί με το Νου, ίσως επειδή δεν είναι ο κατ’ εξοχήν τομέας έρευνάς της. Τα φιλοσοφικά και οντολογικά ερωτήματα που τίθενται όμως εξ αιτίας των ανακαλύψεων αυτών είναι βέβαιο ότι θα βασανίζουν το πνεύμα για πολύ καιρό ακόμα. Στην προκείμενη περίπτωση δεν γνωρίζουμε τι ακριβώς είναι ο Νους από ενεργειακή άποψη.

Μήπως τότε όλα τα ερωτήματα αυτά περιλαμβάνονται στο «ΤΟ ΓΑΡ ΑΥΤΟ ΝΟΕΙΝ ΕΣΤΙΝ ΤΕ ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ»; Και πόσο άραγε μας είναι απαραίτητα τα ονόματα της αρχικής αιτίας, αν το όντος ον και ο νους είναι ένα και το αυτό; Ή μήπως πρόκειται για ένα από τα στάδια που πρέπει ούτως ή άλλως να περάσουμε; Μία από τις φάσεις όπου νομοτέλεια και αιτιότητα αναμειγνύονται με το τυχαίο και τον πιθανοτικό λογισμό;

Μια ινδική παράδοση αναφέρει ότι όταν ο άνθρωπος καταφέρει να βρει και να καταγράψει όλα τα ονόματα του θεού, τότε ο κόσμος των αισθήσεων θα πάψει να υπάρχει.

Α.Α.
Σ.Στ. Ήλιος

(Ο Σκωτικός Τεκτονισμός πρεσβεύει την απόλυτη ελευθερία συνείδησης, σκέψης, έκφρασης. Έτσι, κάθε αναρτώμενο κείμενο συνιστά απόλυτα προσωπική έκφραση του συντάκτη του, δίχως οποιαδήποτε σχετική θέση του Τεκτονικού σώματος).

Το βρήκατε ενδιαφέρον; Μοιραστείτε το...

Facebook
Twitter
LinkedIn
Pinterest
Email
Εκτύπωση

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Scroll to Top