Από την μύησή μας στον Τεκτονισμό και κάθε ημέρα μελέτης ή έστω διατριβής στους χώρους της εσωτερικής (φιλοσοφικής) έρευνας, δηλ. της προσπάθειας προσέγγισης της ουσίας του παντός πέρα από τα φαινόμενα και την κοινή λογική και ηθική, σε επίπεδα πλέον αφενός υπερβατικής για το ανθρώπινο ον θεώρησης και αφετέρου πέραν των αισθήσεων βίωσης (δια της έκστασης και της ενόρασης), συναντάμε την έννοια των Μυστηρίων, ως εκ των πλέον εξελιγμένων μέσων έρευνας της αϊδιας Αλήθειας, αλλά και αυτής της καλλιέργειας της φιλοσοφικής γνώσης δια της μυστηριακής (μαγικής κατά μερικούς μελετητές, υπό την έννοια ενός τελετουργικού τρόπου προσέγγισης της εσωτερικής ουσίας της Φύσης και του εσωτερικού δυναμικού των όντων και των φαινομένων) αναζήτησης του υπεραισθητού Φωτός, του Ιερού Γκράαλ -Χριστιανικού δισκοπότηρου- του ιπποτικού μεσαίωνα, δηλαδή του ποτηρίου του Διονύσου, του περιέχοντος το αίμα-την ουσία, δηλ. του Σύμπαντος και Δημιουργού.
Χρήσιμος εδώ είναι ο εξαίρετος ορισμός που συναντάται στο λήμμα 10.3.3 του Λεξικού θρησκειών των Eliade-Couliano, κατά τον οποίο Φιλοσοφία είναι η ανθρώπινη δραστηριότητα που θεωρείται ικανή να εξαλείψει την απόσταση μεταξύ του Θεϊκού και του ανθρώπινου και να συνδράμει την αλυσοδεμένη στον Αδη ανθρώπινη ψυχή.
Οι Ulrich Wilamowitz (I 99-124) o Loudwig Duebner (6-71 και σημ. 5) – εις Ελλ. Μυστήρια Γουδή, σελ. 21 και στο ως άνω Λεξικό των Θρησκειών στο λήμμα 23.1 περί τα «Μυστήρια»,ισχυρίζονται ότι δεν υπάρχουν ιρανικά, βαβυλωνιακά, αιγυπτιακά μυστήρια, αλλά πρόκειται για ένα φαινόμενο καθαρά ελληνικό. Η γνώμη αυτή βασίζεται κύρια στο ότι οπουδήποτε αλλού τα μυστήρια ταυτίζονται διαχρονικά με τις θρησκευτικές τελετουργίες και γενικά το θρησκευτικό γίγνεσθαι έστω και αν συνδέονται με φιλοσοφικές θεωρήσεις των αντίστοιχων θρησκευτικών μύθων και δράσεων.
Για τούτο άλλωστε υπάρχει ο εσωτερικός κύκλος, των μυημένων, όπως φαίνεται και από τους δύο συνιππεύοντες τον ίδιο ίππο Ναϊτες ιππότες, αλλά και από τις αιγυπτιακές θεωρήσεις των (3) επιπέδων λειτουργίας εκάστου μέρους των (3) φύσεων του ανθρώπου (φυσικό σώμα-διανοητικό/συναισθηματικό σώμα, δηλ. καρδιά-αιθέριο σώμα) καθώς γράφει ο Ευγένιος Ουιτγουέρθ στα «εννιά πρόσωπα του Χριστού» (σελ. 351), σε αντιστοιχία με τα τριπλά μυστήρια της βασικής αιγυπτιακής θεϊκής τριάδος της Ισίδος του Σεράπιδος (δηλ. του -κατά το ως άνω Λεξικό Θρησκειών- σύνθετου Θεού Οσιρις-Απις) και του Οσιρι, με τους εσωτερικούς κύκλους εκάστου, δοξασία που εξαίρετα συμβολίζεται με την εικόνα του Οσιρι στο Ναό των Φύλων, με τα στάχια να βλαστάνουν από το σώμα του, που ποτίζεται από δοχείο ιερέως με την επιγραφή «Αυτή είναι η μορφή αυτού που δεν μπορούμε να ονομάσουμε, του Οσίριδος των Μυστηρίων, ο οποίος εξήλθε από τα επιστρέφοντα ύδατα» και θεωρήθηκε ότι μεταξύ άλλων συμβολίζει και τη ζωογόννηση της εσωτερικής ζωής που επιτυγχάνεται με τη δύναμη που επιχέεται από πάνω ! Το ίδιο άλλωστε φαίνεται να δείχνουν και τα επάλληλα πέπλα της Ισιδος (κατά τον Leadbeater, ιδιαίτερα στις σελ. 34-37 στη Μυστική Ιστορία του Τ.).
Στην Αρχαία Ελλάδα τα μυστήρια είναι συστήματα καθαρά φιλοσοφικά, έξω από την επίσημη θρησκεία. Αυτό συμβαίνει αδιάφορα από τη φημολογούμενη ιστορική τους προέλευση, δηλ. από την ανάγκη να προστατευθούν οι θρησκευτικές δοξασίες των Προ – ή των Πρωτο-ελλήνων, των καλουμένων Πελασγών, που πίστευαν στις γυναικείες χθόνιες θεότητες (για τούτο η απόγονός τους Δήμητρα, συναναστρέφεται στο Παλάτι του Κελεού, μόνον γυναίκες) και οι οποίοι αρχικά, μετά την κατάκτηση του χώρου από τις αμιγώς Ελληνικές Φυλές (Αχαιούς, Ιωνες,Δωριείς) που λάτρευαν επουράνιους Θεούς -το κατοπινό 12θεο-υπέστησαν διώξεις, ενώ αργότερα συγχωνεύθηκαν. Ισως αυτή η προέλευση, ίσως η ιδιαιτερότητα της ελληνικής σκέψης που εισάγει τη φιλοσοφία, ως κοσμική (και όχι θρησκευτική) έρευνα της αλήθειας, επέτυχε ώστε φιλοσοφία, μυστήρια και θρησκεία να αλληλοενισχύονται και συνυπάρχουν διατηρώντας ταυτόχρονα την αυτοτέλειά τους και για τούτο άλλωστε και προστατεύθηκαν επί ποινή θανάτου, π.χ. στην Αθήνα με την εισαγωγή και χρήση της «γραφής ασεβείας» και τη θανάτωση των (2) άτυχων και επιπόλαιων Αιτωλοακαρνάνων που ευρέθησαν εντός του Ιερού χώρου της Ελευσίνος (του «μυστικού σηκού ή «τελεστήριου», όπως επί Περικλέους ονομάσθη, βλ.-«Ελευσίνια Μυστήρια»- του Δ. Γουδή, σελ. 58 και «Κυανούς Τ.» Δ.Αναγνωστόπουλου, σελ. 35), όπως και με τις διώξεις κατά του φιλοσόφου Διαγόρα του Μηλίου, του Αλκιβιάδη, του Αισχύλου, του ρήτορα Ανδοκίδη και της ερωμένης και πελάτιδός του Φρύνης κ.α. (ως εις Μυστήρια της Ελευσίνος του Δ. Γουδή, σελ. 62-63 και εις του «Κυανούν Τ.» του Δ. Αναγνωστόπου, σελ. 47-48), που κατηγορήθηκαν για «ασέβεια» απέναντί τους. Βέβαια και εδώ δεν πρέπει να διαφεύγει η διαφοροποίηση σε Μικρά (για τους πολλούς) και Μεγάλα Ελευσίνια Μυστήρια, δηλ. στα εσωτερικά Μυστήρια, για τους επιλεγόμενους αυστηρά (κατά την ακμή τους) από τους Ελευσίνιους μύστες μυσταγωγουμένους, όπως και στα «εποπτικά» μυστήρια, αυτά για τους λίγους εκλεκτούς.
Αυτά καταδείχνουν πάντως και δύο γεγονότα. Πρώτον η σχετική έννοια και πληθώρα σχετικών μύθων είναι ελληνικής προέλευσης (δίχως βέβαια να υποτιμώνται οι ανάλογες δοξασίες και επιδόσεις άλλων λαών, ως επί το πλείστον της Ανατολής από την Αίγυπτο έως την Κίνα και την Πολυνησία) και Δεύτερο όλα συνάδουν με (1) τη εχεμύθεια (έκας οι βέβηλοι «διέτασσε» ο κήρυκας στην Ελευσίνα), (2) τη σιωπή «κρείττων το σιγόν» ή «βαρβαρικόν γαρ η κραυγή, ελληνικόν το σιγάν» -λέγει ο Ομηρος, του Ψευδοπλούταρχου), (3) το σέβας του ιερού μεγαλείου (με λευκά ενδύματα, σύμβολο αγνότητας και με κεκαλυμμένο πρόσωπο εικονίζεται ο Ηρακλής προσερχόμενος να μυηθεί, ξυπόλυτοι ή γονυπετείς προσέρχονται οι λαοί της Ανατολής, αλλά και οι Μινωϊτες προς τους θεούς τους, αλλά και σε σιγή -κατά το κύριο μέρος- προσκυνούν όλοι οι πιστοί απανταχού και πάντοτε στο κόσμο αυτό), (4) τη λακωνικότητα των εκφράσεων, (Κογξ ομ Παξ, ευαί ή He Vau He-, Ευάν, είναι επικλήσεις-δοξολογίες και πανίεροι συμβολισμοί των απανταχού αρχαίων μυστών και «ιερόν έτεκε πότνια κούρον, Βριμώ Βριμόν» κύρησσε ο Ιεροφάντης των Ελευσινίων, επιδεικνύοντας τον «εν σιωπή τεθερισμένον στάχυ», συνοψιζομένων έτσι των μύθων των εποπτικών μυστηρίων) των οποίων η πεμπτουσία έγκειται κατά τους Πρόκλον και Ιππόλυτον (όρα Γουδή: Μυστήρια Ελευσ.-σελ. 85) εις τις επικλήσεις «ύε» ατενίζοντες προς τα άνω, «κύε» καταβλέποντες, κατά τη λήξη των δρώμενων, μετά τον ιερό γάμο του Δία και της Δήμητρος, στα εποπτικά μυστηρία της Ελευσίνας και (5) την ακρόαση των ρυθμών της Φύσης, ξεκινώντας από την ίδια τη μελέτη της γης, ως σύμβολον της Μεγάλης Γαίας- Μητέρας, μεταλλαχθείσας σε Δη-μήτηρ, Δήμητρα.
Μη διαφεύγει αλλωστε η συμβολική αλλά και η προέλευση του γράμματος Σ στην ελληνική γραμματεία, όπως τονίζεται και από τον Ηλ. Τσατσόμοιρο, στην «Ιστορία της Γενέσεως της Ελληνικής Γλώσσας», θεωρώντας ότι προέρχεται από τους ήχους που η φύση έδωσε στον άνθρωπο κατά την εκδήλωση των δυνάμεων και φαινομένων της, του ανέμου, της θάλασσας, της φωτιάς, της επαφής των στοιχείων της μεταξύ τους (της φωτιάς και του νερού, του ανέμου και της θάλασσας, του αέρα και του δάσους ή των βράχων).
Ομως θεσμοί αποκληθέντες μυστήρια συναντώνται σε πολλούς λαούς διαφορετικών γεωγραφικών χώρων, με ιδιάιτερα προεξάρχοντων αυτά της Αιγύπτου, από τα οποία πολλοί μελετητές πιστεύουν ότι προήλθαν τόσον τα ελληνικά, όσον και τα ιουδαϊκά και όλα τα μετά από αυτά.
Λέγεται ότι η προέλευση των μυστηρίων χάνεται στα βάθη των αιώνων, όταν πρωτοφανερώθηκε το έγκλημα στη γη.
Σοφοί ιερείς, αμόλυντοι από τη φυλαρχία, τον φανατισμό και τη μισαλλοδοξία, έκρυψαν κάτω από σύμβολα τη γνώση που είχαν αποκτήσει με τη μελέτη και την ενόραση, για να τη προφυλάξουν από τη δεισιδαιμονία και τη διαφθορά των ανθρώπων. Για να διατηρηθούν και δη αμόλυντες από βέβηλους οι γνώσεις αυτές θεσπίσθηκαν οι δοκιμασίες και οι μυήσεις.
Αυτοί οι σοφοί, για να προστατέψουν τον εαυτό τους και τις γνώσεις τους, αποσύρθηκαν στη μοναξιά των δασών και ορέων, όπου αφενός τους αναζητούσαν οι σύγχρονοί τους για να «μεσιτέψουν» στη θεότητα και αφετέρου παρατηρούσαν και μελετούσαν τη φύση και τον άνθρωπο. Αυτοί εφεύραν και σημεία χρήσιμα για να επισημαίνονται ή μνημονεύονται σημαντικά γεγονότα ή περιοδικά επαναλαμβανόμενα φαινόμενα (π.χ. της γεωργίας, της μετεωρολογίας, της αστρονομίας). Ετσι προέκυψαν τα σύμβολα και τα ιερογλυφικά. Οι ίδιοι σοφοί, για να διδάξου τους ανθρώπους αυτά που η καθημερινή ζωή τους έκανε να έχουν ξεχάσει, εισήγαγαν τις αλληγορίες, αλλά και τα μυστήρια, ώστε μαζί με την αφήγηση να εντυπώνονται τα λεγόμενα με τα δρώμενα, τη βίωση.
Από αυτούς μάλιστα που συμμετείχαν αποτελεσματικά στις μυήσεις αυτές, διάλεγαν τους εκλεκτούς, που με παραπέρα εκπαίδευση του συνόλου της προσωπικότητάς τους τους καθιστούσαν μύστες-δασκάλους, διαδόχους και ηγέτες.
Απόδειξη αυτής της κοινότητας της καταγωγής, αλλά και της αγνότητας του σκοπού και δόγματος, είναι η παράξενη ενότητα σχεδίου και σκοπού των μυστηρίων.
Οι τελετές μύησης ήσαν επικήδειες και νεκρικές.
Κεντρικός μύθος ήταν ο θάνατος και η ανάσταση κάποιου προσώπου, θεού ή ήρωα (ιδιαίτερα τιμώμενου από τους ανθρώπους, για προσφορές του χρήσιμες στην καθημερινή τους ζωή). Πάντοτε προηγούνταν των μυήσεων καθαρμοί και δοκιμασίες σώματος και πνεύματος. Οι μυήσεις γίνονταν προοδευτικές σε διάφορους βαθμούς, που συμβόλιζαν πάντα τη σταδιακή διεύρυνση της συνείδησης και την διεύρυνση της ικανότητας αποδοχής περισσότερης γνώσης. Οι μυήσεις γίνονταν στο σκοτάδι των σπηλαίων ή των δασών, οπότε η δύναμη της φύσης είναι πλέον αισθητή και οι ανθρώπινες ψυχικές δυνάμεις σε έξαρση. Η γνώση επιτυγχανόταν όταν ο μυούμενος έφθανε στο Φως και τη Σοφία. Ετσι, κατάληγαν οι μελετητές, σκοπός των μυστηρίων ήταν η εγκατάσταση μίας εσωτερικής φιλοσοφίας που παρείχετο σε όσους ήταν κατάλληλα παρασκευασμένοι, ώστε να δεχθούν την αλήθεια δίχως κίνδυνο για τους ίδιους, αλλά και για την ανθρωπότητα και παραπέρα για να συντηρήσουν και επαναφέρουν σε μία πλέον ώριμη ανθρωπότητα, τον απωλεσθέντα λόγο (δηλ. την αντίληψη και συνείδηση της θεϊκής σπίθας του ατόμου, της θεϊκότητας της ψυχής του, της καθαρότητας της μίας και αναλλοίωτης ουσίας).
Δεν είναι γνωστά τα δρώμενα και τα λεγόμενα στα αρχαία Μυστήρια. Ελάχιστα συμπεραίνονται από τα σπάνια αρχαιολογικά ευρήματα (λάρνακες και σαρκοφάγοι) και από τα ελάχιστα συγκεκαλυμμένα των αρχαίων συγγραφέων (που αν ήσαν θιασώτες τηρούσαν σιγή σεβασμού και εχεμύθειας, εάν ήσαν αντίπαλοι τα συσκότιζαν για να μη τα προβάλλουν και τα διαδόσουν έτσι οι ίδιοι).
Με βάση αυτά οι μελετητές, αλλά και οι αποκρυφιστές συγγραφείς λέγουν ότι τα μυστήρια ήσαν παράλληλα θρησκευτική λατρεία, φιλοσοφική αποκάλυψη και επιστημονική γνώση, αλλά και υπερβατική αλήθεια, με ταξίδια στον μετά θάνατο κόσμο, με ταυτόχρονη παρουσίαση τέχνης με λόγο, θέαμα και συμμετοχική δράση των θητευόντων θεατών-μυουμένων). Η φράση του Αριστοτέλη ότι οι μυούμενοι οφείλουν «ου μαθείν τι αλλά παθείν και διατεθήναι» ίσως να σημαίνει ότι δεν γινόταν κάποια δογματική διδασκαλία, ούτε γινόταν κάποιος αποσυμβολισμός, αλλά αφινόταν ο κάθε ένας ελεύθερος, κατά τις δυνατότητές του, να ερμηνεύσει τα γινόμενα, ανάλογα με τις εντυπώσεις που παρήγαγαν σε αυτόν όσα έβλεπε, άκουγε και πάθαινε. Αλλωστε αυτή η ελευθερία της σκέψης και συνείδησης δεν μπορούσε παρά να είναι ο ακρογωνιαίος λίθος κάθε συστήματος ερωμένου την αλήθεια και ζηλωτή της έρευνάς της.
Το ίδιο βέβαια δεν θα μπορούσε παρά να πρεσβεύει διαπύρσεια ο Τ.
Οι ιεροφάντες -πρόσωπα που έχαιραν ιδιαίτερου σεβασμού πάντα- παρίσταναν τις κοσμογονικές δυνάμεις, τους θεούς, οι θεατές δε τους πάσχοντες ή τα πάθη που αποκαθαίρονταν με το θάνατο των ίδιων ή του θεού. Τα απανταχού κοινά λευκά ενδύματα, ακριβώς αυτήν την αναγέννηση, την αποκάθαρση έδειχναν.
Διδάσκονταν τα μυστικά δόγματα των αρχαίων θεολογικών και φιλοσοφικών μύθων και μέσα στις τελετές αποκαλυπτόταν η κοσμογονική διδασκαλία και με αυτήν ο προορισμός του ανθρώπου και η βεβαιότητα της μετά θάνατο ζωής, με την μετενσωμάτωση (του Πλάτωνα) και τη βέβαια αμοιβή ή τιμωρία, με βάση το «κάρμα», που κατά λέξη σημαίνει «πράξη», δηλ. με βάση τη δράση της κάθε ενσωμάτωσης της κάθε ψυχής. Δίδασκαν ότι η «πτώση» των ανθρώπων δεν ήταν παρά η παγκόσμια αναγκαιότητα της συνεχώς ανακύκλωσης, που έφερνε τη ψυχή στα δεσμά του Αδη, στην ύλη, στο ανθρώπινο σώμα. Σκοπός επομένως του ανθρώπου ήταν η ανάτασή του σε ένα επίπεδο υπερβατικό, δίχως φροντίδες και γήινες ενασχολίες, ώστε μέσα από τις δοκιμασίες-καθάρσεις των μετενσωματώσεων θα ενωνόταν κάποτε η ψυχή του με την Απόλυτη Αλήθεια και θα κέρδιζε τη παντοτινή μακαριότητα.
Η συμμετοχή των ανθρώπων στα μυστήρια θεωρείτο ότι πρόσφερε αφενός την αναγκαία γνώση και ελπίδα και αφετέρου το μέσο, ως εξ αποκαλύψεως, (δηλ. κατόπιν άμεσης θείας χορηγήσεως) για την επίτευξη της ευδαιμονικής, αιώνιας επιβίωσης των μελών τους.
Μελετητές ισχυρίζονται πως στα μυστήρια διδάσκονταν ο μονοθεϊσμός, η εξέλιξη της ψυχής (που μορφοποιήθηκε από τους Πυθαγόρειους), η εμπειρική ή πειραματική απόδειξη της αθανασίας της ψυχής, πιθανόν κάνοντας χρήση του υπνωτισμού, ναρκωτικών (όπως οι σπόροι της μήκονος της υπνοφόρου, δηλ. της παπαρούνας) και της θεουργίας (απόπειρας δηλ. να διεγείρουν την υπολανθάνουσα δαιμόνια φύση του ανθρώπου και να προκαλέσουν την έκσταση και την ένωση με τον ανώτερο κόσμο των πνευμάτων). Και αυτά με παράλληλη, μελετημένη δίαιτα και με νηστεία, προσευχές-ύμνους, τρόπους διαβίωσης και συμπεριφοράς. Αυτή η ελπίδα φαίνεται καλλίτερα από κάθε άλλο στο μήνυμα μετά το θρήνο πάνω από τον νεκρό Αττυ: «θαρρείτε μύσται του θεού σεσωσμένου, έσται γαρ ημίν εκ πόνων σωτηρία».
Το ίδιο έγραφε και ο Σοφοκλής «οπόσον ευδαίμονες αφικνούνται εις τον Αδην οι Μύσται! Μόνον αυτοί ζωσιν εκεί, οι δε λοιποί μόνον δεινά αναμένουσιν» και «μακάριος εκ των βροτών ο ιδών τας εν Ελευσίνι τελετάς», ο άμοιρος αυτών δεν απολαύει ομοίας τύχης, καθό εις σκότος κατερχόμενος». Την ίδια ελπίδα άλλωστε δίνει και ο Χριστιανισμός με τον θάνατο και την ανάσταση τόσον του Λαζάρου ως ενεργουμένου πιστού, όσο και του Χριστού, ως ενεργούντος μύστου. Περίτρανα δήλωσε στον Πανηγυρικό του ο Ισοκράτης (5 αιώνες π.χ.) ότι εκείνοι που έχουν μυηθεί έχουν τις πιό γλυκές ελπίδες για το τέλος της επίγειας ζωής και για όλο το χρόνο της μετέπειτα ζωής.
Ο σεβασμός προς τα μυστήρια ήταν μέγας, εκ τούτου αφενός η τήρηση της Σιγής και οι αυστηρές κυρώσεις επί ασεβεία και ιεροσυλία για κάθε πράξη εναντίον της, έστω και για αναφορά ή διακωμώδησή τους, αφετέρου η συμμετοχή των γνωστότερων ονομάτων της αρχαιότητας, κατά τρίτο και η μέχρι διακινδύνευσης των ιερέων επιμονή των αρχόντων (και Αυτοκρατόρων) για τη μύησή τους σε αυτά.
Ο Αριστοφάνης λέγει (στους «βατράχους») «Δήμητρα που έθρεψες το πνεύμα μου, κάνε να γίνω άξιος των μυστηρίων σου». Ο Αριστοτέλης δε ονομάζει τα Ελευσίνια το πιό λαμπρό και θαυμαστό έργο που ο καθένας οφείλει να σέβεται.
Ο Νέρων δεν τόλμησε να μυηθεί στα Ελευσίνια, εξ αιτίας των ανοσιουργημάτων του (Σιέττος, Μιθραϊκά Μυστήρια, σελ. 43).
Τη διδασκαλία των μυστηρίων ακολούθησαν -και ενίσχυσαν ή διέδοσαν, ακόμη περισσότερο- οι Πλατωνικοί, οι Νεοπλατωνικοί, οι Μαθητές, Απόστολοι και Ευαγγελιστές του Ιησού Χριστού (όπως βεβαιώνουν ο Θεοδώρητος, ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, ο Ωριγένης, ο Διονύσιος Αρεοπαγίτης, ακόμη και ο Αυγουστίνος, που συγκρίνοντας τα δόγματα του Πλάτωνα με τα Χριστιανικά δεν βρήκε διαφορές -Σιέττος, ο.α. σελ. 57, που παραπέμπει στον Αναγνωστόπουλο «Κυανούς Τ.» σελ. 44. Ο Αναγνωστόπουλος (ο.α.) αναφέρει στον ελληνιστή Πολωνό «Th. Ziebinski», που στο βιβλίο του «Εμείς και οι Αρχαίοι», γράφει ότι πρόδρομος της Καινής Διαθήκης δεν είναι η Παλαιά, αλλά η Ελληνική Θρησκεία.
Είναι φυσικό, με το τόσο κύρος τους, τα μυστήρια να επηρρεάσουν βαθύτατα και την ηθική των χρόνων τους. Κατά τον Αριστοτέλη «Τα μυστήρια δικαιοτέρους και ευσεβεστέρους καθίστησιν» . Εισήγαγαν και συντήρησαν ηθικές αρχές που διατηρήθηκαν ή εκφράσθηκαν είτε με νομοθετικές-νομικές ρυθμίσεις, είτε με κοινωνικές συμπεριφορές και κανόνες. Ο Διδ. Σπ. Νάγος (στον Πυθαγόρα, τ. Β’ 1984, σελ. 297) λέγει ότι «στο έργο των μυστηρίων οφείλεται ότι υγιές έχει η ανθρωπότης και εάν δεν κατατρώγει τις σάρκες της και δεν πίνει το αίμα της, πάλιν τούτο οφείλεται στους μεγάλους Μύστες των μυστηρίων, οι οποίοι επιδρούν παντοιοτρόπως εφόλων των κοινωνικών τάξεων, κοινωνικών συστημάτων και πολιτικών τοιούτων. Οι μύσται εδίδαξαν την ανεξαρτησίαν του ανθρώπου και αυτοί πρώτοι κατέδειξαν την επανάστασιν κατά της καταπιέσεως, της διαφθοράς, της ακολασίας και της αυθαιρεσίας».
Όμως οι θέσεις, αλήθειες και οι μεγάλες ιδέες δεν ήταν δυνατόν να εισέλθουν στις μικρές διάνοιες των ανθρώπων αμέσως, όπως και σε ένα παιδί που μαθαίνει αριθμητική δεν μπορεί να το διδάξεις αυτούσιο διαφορικό λογισμό.
Για τούτο τα Μυστήρια χωρίσθηκαν σε βαθμούς, για να παρέγουν ολίγο-ολίγο το φως της γνώσης στον άνθρωπο και έτσι αυτός να μπορέσει να κατανοήσει τα πράγματα και να επαναστατήσει πλέον κατά συνείδηση εναντίον του σκότους. Αυτός είναι ο λόγος της Σιγής σε όλες τις εκφράσεις.
Η σιωπή ήταν αναγκαία για τον διαλογισμό, η εχεμύθεια για την προστασία της γνώσης του μυούμενου, αλλά και των υπολοίπων, το σέβας για την αναγνώριση του μεγαλείου της αλήθειας, την αποδοχή και αναλλοίωτη διατήρηση και μετάδοσή του, το λακωνίζειν για το εύληπτο και ευκολομνημόνευτο των διδαγμάτων και η συμμετοχή στη φύση ή η κατά φύση ζωή ήταν αναγκαία για τη βιωματική αντίληψη του υπερβατικού, του υπερανθρώπινου, εφόσον η διάνοια των πολλών δεν θα μπορούσε να συλλάβει την απέραντη Αλήθεια, το ατέρμον Σύμπαν.
Αντίστροφα, κατά αμφίδρομη αξιολόγηση, αυτές οι λειτουργίες- έννοιες της Σιγής καταδείχνουν και τη σημαντικότητα του θεσμού των μυστηρίων, που απασχόλησε τους σοφούς για να τα συστηματοποιήσουν τόσο προσεκτικά, όπως αποδεικνύεται από τη διατήρησή τους.
Τα περισσότερα μυστήρια δεν είχαν τίποτα πραγματικά μυστικό. Συνδέονταν με την αντίστοιχη-καθημερινή θρησκεία, άμεσα ή έμμεσα, εάν δεν ταυτίζονταν. Είχαν την ίδια μυθοποιητική διαδικασία και λειτουργία. Απλά ενδυνάμωναν βιωματικά και διδακτικά το φιλοσοφικό ή θρησκευτικό πνεύμα των μυημένων, τονώνοντάς το και με την ικανοποίηση που πάντοτε έχουν οι άνθρωποι σχηματίζοντας μικρές κοινωνίες μέσα στη μεγάλη, υψούμενοι σε προνομιούχους, με μύηση που κρατούσαν μυστική. Τα μέλη τους αισθάνονταν πλησιέστερα στο Θεό, έστω και μόνον γιατί η αναπαράσταση των μυθολογικών σκηνών έπαιζε εδω μαγαλύτερο ρόλο από ότι στις δημόσιες τελετές. Ο Θεός έτσι ήταν παρών, οι μυημένοι μετείχαν -έστω και λίγο- στη θεότητά του.
Ακριβώς για τους παραπάνω λόγους (την εχεμύθεια, το σέβας της θείας αλήθειας, την αυτοσυγκέντρωση, την εναρμόνιση με τη Φύση, την προστασία από τη βεβήλωση ή μίανση, τον φανατισμό και την αμάθεια, αλλά και εξαιτίας της επικινδυνότητας της γνώσης στα χέρια ακατάλληλων ατόμων), τα Μυστήρια χρησιμοποίησαν συμβολισμούς, αλληγορίες και μύθους.
Ο Πρόκλος (στον Τίμαιο Α’ σελ. 129) γράφει: «Με μύθους εκάλυπταν τα απόρρητα της φύσης ώστε και στο κατάλληλο πρόσωπο να είναι δυνατή η εξήγηση αυτής της αφηγήσεως. Ετσι ο ιερεύς με σύμβολα μπορούσε να αναπτύσσει διδάσκοντας αποτελεσματικά την αλήθεια των πραγμάτων».
Τα άρρητα των Ελευσίνιων (που έφεραν οι αρρηφόροι παρθένες από το Αρρηφόρειο της Ακροπόλεως στο κάτωθεν σπήλαιον και οι κιστοφόροι στην Ελευσίνα) και του Χριστιανισμού, είναι από αυτά τα σύμβολα. Στη Θιβετιανή βίβλο των νεκρών λέγεται ότι κάποιοι Λάμας πίστευαν ότι από αρχαιότατους χρόνους υπήρχε ένας διεθνής συμβολικός κώδικας που χρησιμοποιούσαν οι μυημένοι και έδινε νόημα στις απόκρυφες διδασκαλίες τους, από το Θιβέτ έως την Κίνα, από τη Μογγολία έως την Ιαπωνία, την Ινδία κ.α.
Όμοια ισχυρίζονται οι δυτικοί αποκρυφιστές ότι λειτουργούν τα ιερογλυφικά της Αιγύπτου και του Μεξικού. Το ίδιο συνέβαινε και με όλους τους μεγάλους μύστες. Οι Δρυϊδες, ο Πυθαγόρας, ο Ορφέας, ο Πλάτωνας (ο Σωκράτης), ο Ιησούς, ο Βούδας, ο Μωάμεθ, αυτός ο Αίσωπος, οι μύστες ιππότες της μεσαιωνικής Ευρώπης, όλοι χρησιμοποιούν την ίδια γλώσσα των συμβόλων και αλληγοριών. Κανένα από τα μεγάλα συστήματα της αρχαίας σκέψης δεν βρήκε την καθημερινή γλώσσα ικανή και ασφαλή να εκφράσει τις υπερβατικές διδασκαλίες ή να παρουσιάσει ολόκληρη τη σημασία των ηθικών εντολών.
Ομως ο φανατισμός, η μεγάλη επέκταση των μυστηρίων, το ίδιο το κύρος τους εντέλει, υπέσκαψαν τα θεμέλιά τους.
Εισήλθαν άνθρωποι μειωμένης ηθικής υπόστασης, κεκαμμένης συνείδησης, κατώτερων ψυχικών και πνευματικών ικανοτήτων.
Οι τελετουργίες εκφυλίσθηκαν σε θέαμα, η θεουργία σε οπτικά και ακουστικά τεχνάσματα, η έκσταση και τα θρησκευτικά όργια (από τη λέξη έργο) σε τεχνητή μέθη των αισθήσεων και έκρηξη σεξουαλικών συναντήσεων. Ο τελευταίος ιεροφάντης των Ελευσίνιων ήταν άσχετος με τα ιερά γένη (των Ευμολπιδών και των Κηρύκων, δηλ. των οικογενειών από τις οποίες κατά παράδοση και θεσπισμένα ορίζονται οι αξιωματούχοι των Ελευσινίων Μυστηρίων- ιδιαίτερα ο ιεροφάντης και ο ιεροκήρυκας). Και όχι μόνο τούτο αλλά ήταν μάλιστα ιερεύς του Μίθρα. Εκπληρώθηκε έτσι και η προφητεία του τελευταίου νόμιμου ιεροφάντη, Ευμολπίδου, Νεστορίου, που προφήτευσε ότι θα σιγήσουν τα μυστήρια, αφού παραβιασθούν οι των ιεραφαντικών θεσμών νόμος και σύνδεσμος. Η ενσκήψασα ως καταιγίδα -χάριν των ιστορικών συνθηκών και εξωτερικών διδασκαλιών της-διάδοση του Χριστιανισμού έσβησε τη δάδα των μυστηρίων, μαζί με τις καταστροφικές, επιδρομές των νεώτερων φύλλων. Τα μυστήρια στην Ελλάδα εξέπνευσαν περί τον 4ο αιώνα, όταν ο Αλλόριχος των Βησιγόσθων, ερεθιζόμενος από τους συνοδούς του (Αρειανούς) ιερείς και μοναχούς κατέστρεψε το Ελευσίνιο ιερό και κατέσφαξε τους ιερείς. Απέτυχε και η προσπάθεια του αρχαιολάτρη, μύστου, βυζαντινού Αυτοκράτορα Ιουλιανού του -αποκληθέντος για τούτο- Παραβάτη να αναβιώσει αυτά. «Χαμαί πεσέ Δαίδαλος αυλά» του μήνυσε το ερημωμένο πλέον μαντείο των Δελφών. Ταφόπετρα στα μυστήρια της εγγύς Ανατολής και της Ελλάδας τίθεται με τα διατάγματα των Θεοδοσίου και Ιουστινιανού (569 μ.χ.). Τα αιγυπτιακά διατηρήθηκαν για λίγο ακόμη, όμως όλα είχαν τελειώσει ουσιαστικά, τουλάχιστον καθόσον αφορά στην καθολικότητα της δράσης και αποδοχής τους.
Βέβαια, παρά τις αντίξοες συνθήκες, επιβιώσεις των μυστηρίων συναντάμε (κατά τον Σιέττο, στα Μιθραϊκά του): – Στα Μωσαϊκά Μυστήρια – Στα Ρωμαϊκά κολλέγια – Στις Μοναστικές ενώσεις, αδελφότητες και συντεχνίες του μεσαίωνα – Στους Ναϊτες και ιδιαίτερα – Στον Τεκτονισμό, που (Μελισσαρόπουλος: πέντε Τ. ομιλίες) εκπηδήσας από τα επαγγελματικά σωματεία των οικοδόμων του μεσαίωνα είναι μία νεώτερη μορφή του πανανθρώπινου θεσμού των Μυστηρίων της αρχαιότητας.
Οι σκοποί και μέθοδοι παραμένουν οι ίδιοι: η εξέλιξη και τελειοποίηση της ανθρώπινης ψυχής. Η παραλλήλως με τη διεύρυνση της διάνοιας, επιμελής σφυρηλάτηση του ηθικού όντος.
Κλείνοντας δε την ομιλία αυτή πρέπει να αναφερθεί (Σιέττος, Μιθραϊκά, σελ. 59) η μοναδική αλήθεια των μυστηρίων, αδιάφορα από προέλευση, λειτουργία, χρόνο και τόπο. Στην επιγραφή επί του αγάλματος της Αθηνάς (Ισιδας) στην Σάϊς της Αιγύπτου (κατά τον Πλούταρχο) εγγράφετο : «Εγώ -η Ισιδα- είμαι το παν ό,τι ήταν, ό,τι είναι και ό,τι θα είναι και το πέπλο μου, κανείς ποτέ θνητός δεν μπόρεσε να αποκαλύψει». Αυτό θυμίζει τον πτωχό τω πνεύματι, που μακαρίζεται από τον Χριστό, ίσως ακριβώς γιατί αντιλαμβάνεται την πτωχότητα αυτή των πνευματικών δυνατοτήτων του να αποκαλύψει τον πέπλο της Ισιδος. Πάντως ταυτίζεται απόλυτα με το χριστιανικό «Εγώ ειμί ο ών, ο υπάρξας και ο εσώμενος», αυτός δηλ. που ήρθε να διδάξει την Αγάπη και το Φως, για την απολύτρωση της ψυχής, δηλ. της αμπέλου που σαν το πνεύμα αναδύεται μέσα από την ύλη, αυτής της ίδιας αμπέλου, στην οποία ο έλληνας πλέον Διόνυσος μεταμορφώθηκε (Διονυσιακά Μυστήρια του Μάνλυ Χώλ), για να καταπολεμήσει τα κακά της αμάθειας, της απληστίας και της ασεβείας από την ανθρώπινη ψυχή (σαν τους ασεβείς ναύτες-απαγωγείς του).
Αίγυπτος, Ελλάδα, Χριστός. Ισως ένα αρμονικό τρίγωνο, του οποίου οι τρείς κορυφές μπορούν να ορίσουν ένα κύκλο, τον κύκλο του Θείου Μεγαλείου και Σύμπαντος.
Αθήνα 14/2/1995
Παναγιώτης Θαλάσσης
Σημ.: Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να βρει περιληπτικές αναφορές για τα διάφορα μυστηριακά συστήματα της ελληνικής αρχαιότητας και στο βιβλίο του Γ. Σιέττου «Μιθραϊκά Μυστήρια» (σελ. 14-34).