Από το Γεωκεντρικό στο Ηλιοκεντρικό μοντέλο

Ως Τέκτονες δεχόμαστε ότι πρέπει να παρατηρούμε τα φαινόμενα και να προσπαθούμε να εναρμονιζόμαστε με τον παγκόσμιο ρυθμό, προκειμένου να προσεγγίζουμε το Φως. Ας κάνουμε μια απόπειρα να εξετάσουμε εν συντομία την εφαρμογή της παραπάνω παραδοχής παρατηρώντας τα δύο διαφορετικά μοντέλα κοσμολογίας, το γεωκεντρικό και το ηλιοκεντρικό και τη μετάβαση από το ένα στο άλλο. Για συστημικούς, λόγους ας δούμε τη δομή και τη διάρθρωση όσων αναφέρονται παρακάτω.

Όσον αφορά το γεωκεντρικό μοντέλο, επικεντρωνόμαστε κατά κύριο λόγο στις Αριστοτελικές θέσεις, αφού αυτές επικράτησαν με μικροπαραλλαγές και μικροαποκλίσεις επί σειρά αιώνων, διαμορφώνοντας όλη τη δυτικοευρωπαϊκή σκέψη μέχρι και το Μεσαίωνα. Ερχόμενοι στο ηλιοκεντρικό μοντέλο γίνεται μια σύντομη αναφορά στις θέσεις των Κοπέρνικου, Κέπλερ και Γαλιλαίου.

Κατά την εξέταση του γεωκεντρικού μοντέλου ο προβληματισμός επικεντρώνεται γύρω από το «παρατηρείν τα φαινόμενα» στην προσπάθεια αναζήτησης του Φωτός, ήτοι σε αυτήν καθεαυτήν την προσπάθεια ερμηνείας του κόσμου που μας περιβάλλει, χωρίς την παρεμβολή σκοπιμοτήτων.

Κατά την εξέταση του ηλιοκεντρικού μοντέλου, χωρίς να παύει η ανάγκη και η διεργασία του «παρατηρείν τα φαινόμενα», η οποία ούτως ή άλλως είναι πρωταρχική, επικεντρωνόμαστε στους έξωθεν των φαινομένων παράγοντες αποπροσανατολισμού, οι οποίοι ακουσίως ή εκουσίως δύνανται να διαστρεβλώσουν την πραγματικότητα και να οδηγήσουν τη σκέψη και τη λογική μας σε λανθασμένα μονοπάτια. Το ιστορικό πλαίσιο της εποχής κατά την οποία το εν λόγω μοντέλο εμφανίστηκε ευνοεί την παραπάνω προσέγγιση και ανάλυση.

Ο Αριστοτέλης δεν επινόησε απλώς μεθόδους και αρχές για τη διερεύνηση και κατανόηση του κόσμου, όπως η μορφή και η ύλη, η φύση, η δύναμη, η ενέργεια, υιοθετώντας ταυτοχρόνως τη θέση περί των τεσσάρων στοιχείων (γη, νερό, αέρας, φωτιά), αλλά διατύπωσε παράλληλα λεπτομερείς θεωρίες, οι οποίες άσκησαν ευρύτατη επίδραση, για ένα τεράστιο φάσμα φυσικών φαινομένων, από τους ουρανούς μέχρι τη γη και τους κατοίκους της.

Αν θεωρήσουμε πως ο σημερινός Τέκτονας προκειμένου να είναι σε θέση να διαμορφώνει μια σφαιρική άποψη, πρέπει να προσπαθεί να έχει μια αντίληψη για τα πάντα, στο πλαίσιο που αυτό είναι δυνατό λόγω της εκρήξεως των διαθεσίμων γνώσεων, θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε ότι ο Αριστοτέλης για τη δική του εποχή πληρούσε ακριβώς αυτό το πρότυπο, δεδομένου ότι ασχολήθηκε εκτενώς με την κοσμολογία, την αστρονομία, τη φυσική, την οπτική, τη γεωμετρία, την ποίηση και εν γένει με οτιδήποτε θα μπορούσε να καταπιαστεί ένας πνευματικός άνθρωπος. Αρνήθηκε με συνέπεια τη δυνατότητα της αρχής του σύμπαντος, επιμένοντας ότι το σύμπαν θα πρέπει να είναι αιώνιο, κάτι που συμφωνούσε και με την παρμενίδεια απαγόρευση δημιουργίας εκ του μηδενός.

Θεωρούσε αυτό το αιώνιο σύμπαν ως μια τεράστια σφαίρα, χωριζόμενη σε μια ανώτερη και μια κατώτερη περιοχή, από το σφαιρικό κέλυφος στο οποίο είναι τοποθετημένη η Σελήνη. Πάνω από τη Σελήνη είναι η ουράνια περιοχή. Η ίδια η Σελήνη, χωρικά ενδιάμεση, έχει επίσης ενδιάμεση φύση. Η γήινη ή υποσελήνια περιοχή χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη γένεσης, φθοράς και μεταβολών κάθε είδους. Αντίθετα η ουράνια περιοχή είναι περιοχή αιώνια αμετάβλητων κυκλικών κινήσεων και δεν αποτελείται από τα στοιχεία που συναντούμε στη γη, η φύση των οποίων, βάσει της παρατήρησης, είναι να κινούνται προς τα πάνω ή προς τα κάτω με μεταβατικές ευθύγραμμες κινήσεις. Αντιθέτως θα πρέπει να αποτελείται από ένα αναλλοίωτο πέμπτο στοιχείο, τον αιθέρα. Ο αιθέρας, ως πέμπτη ουσία, ονομάστηκε αργότερα πεμπτουσία. Η ουράνια περιοχή είναι πλήρης αιθέρα (δεν υπάρχει κενός χώρος) και διαιρείται σε ομόκεντρα σφαιρικά κελύφη τα οποία φέρουν τους πλανήτες. Για τον Αριστοτέλη, η φύση της ουράνιας περιοχής είναι ανώτερη και σχεδόν θεία.

Η υποσελήνια περιοχή είναι η σκηνή της γένεσης, της φθοράς και της αστάθειας. Συμφώνησε με τη θεωρία, που αρχικώς είχε προτείνει ο Εμπεδοκλής και κατόπιν υιοθέτησε ο Πλάτωνας, ότι στην περιοχή αυτή υπάρχουν τέσσερα στοιχεία (φωτιά, γη, νερό, αέρας) στα οποία μπορεί να αναχθεί όλη η πολυμορφία των ουσιών που βρίσκουμε στη γήινη περιοχή.

Στην ιδανική περίπτωση στην οποία δε θα υπήρχαν ανάμικτα σώματα, τα στοιχεία θα σχημάτιζαν ένα σύνολο ομόκεντρων σφαιρών: η φωτιά στο εξωτερικό, ακολουθούμενη από τον αέρα, το νερό και τη γη στο κέντρο. Στην πραγματικότητα όμως, ο κόσμος κατά τον Αριστοτέλη αποτελείται σε μεγάλο ποσοστό από ανάμεικτα σώματα, τα οποία παρεμβάλλονται το ένα στο άλλο και έτσι η ιδανική κατάσταση δεν επιτυγχάνεται ποτέ. Όμως η ιδανική διευθέτηση καθορίζει τον φυσικό τόπο κάθε στοιχείου, δηλαδή ο φυσικός τόπος της γης είναι στο κέντρο του σύμπαντος, της φωτιάς κάτω από τη σφαίρα της Σελήνης κ.ο.κ. Κατά συνέπεια, το στοιχείο «γη» συγκεντρώνεται στο κέντρο και σχηματίζει τη Γη, γύρω από την οποία τάσσονται τα υπόλοιπα στοιχεία σε μια σφαιρική διευθέτηση ενώ και η ίδια η Γη είναι σφαιρική. Γύρω από αυτή και έξω πλέον από την υποσελήνια περιοχή, τα ουράνια σώματα αποτελούμενα από την πέμπτη ουσία κινούνται αέναα σε μια συνεχή και ομαλή κυκλική κίνηση.

Οι αστρονομικές παρατηρήσεις και θέσεις του Αριστοτέλη είναι λοιπόν άμεσα συνυφασμένες με τη γενικότερη κοσμολογία του και τις απόψεις του περί της συστάσεως του σύμπαντος και κατ’ απόλυτη συνέπεια καταλήγουν στην υιοθέτηση ενός γεωκεντρικού συστήματος.

Ο αλεξανδρινός Κλαύδιος Πτολεμαίος γύρω στο 150 μ.Χ., σε συνέχεια της αριστοτελικής θεωρίας, διατύπωσε φυσικά επιχειρήματα για να υποστηρίξει την άποψη ότι η Γη είναι σταθερή και βρίσκεται στο κέντρο του σύμπαντος. Γίνεται όμως ειδική μνεία στο έργο του, διότι παρά το ενδιαφέρον του για τη φυσική του σύμπαντος, το βάρος του αστρονομικού του έργου έπεσε για πρώτη φορά στη μαθηματική ανάλυση, δημιουργώντας μοντέλα με τα οποία επιχειρούσε την ακριβή περιγραφή της κινήσεως των ουρανίων σωμάτων, αλλά και την ακριβή πρόβλεψη αυτής, ασκώντας έτσι τεράστια επιρροή στους μεταγενέστερους και ιδιαίτερα στο μεσαιωνικό κόσμο.

Στην πραγματικότητα, ο Αριστοτέλης και ο Κλαύδιος Πτολεμαίος έγιναν σύμβολα των δύο πόλων στης αστρονομικής δραστηριότητας, ο πρώτος καθώς ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για ερωτήματα που αφορούν τη φυσική δομή, ο δεύτερος ως ένας επιτυχημένος κατασκευαστής μαθηματικών μοντέλων.

Η αριστοτελική θεώρηση του κόσμου όπως εμπλουτίστηκε από τον Κλαύδιο Πτολεμαίο, έστω με μικροαποκλίσεις μεταγενέστερων, έγινε το κυρίαρχο και σχεδόν δογματικά αποδεκτό μοντέλο για αιώνες, υιοθετούμενο μάλιστα στα κυριότερα σημεία του και από τη ρωμαιοκαθολική εκκλησία. Είναι δε γνωστό πως αποτέλεσε την αφετηρία και τη βάση της πνευματικής ενασχόλησης όλων των μεταγενέστερων στοχαστών και κύριο αντικείμενο των πανεπιστημιακών διδαχών.

Αν και η ηλιοκεντρική προβληματική δεν εμφανίστηκε για πρώτη φορά τον 16ο αιώνα, το σημαδιακό γεγονός της νεότερης αστρονομίας είναι η δημοσίευση του έργου του μεγάλου Πολωνού αστρονόμου Νικολάου Κοπέρνικου De revolutionibus orbium coelestium (Περί των περιφορών των ουρανίων σφαιρών) το 1543, το οποίο ανέτρεψε εκ βάθρων το αριστοτελικό-πτολεμαϊκό σύστημα, θέτοντας τις προϋποθέσεις για μια ριζικά νέα κατανόηση του σύμπαντος και της θέσης του ανθρώπου μέσα σε αυτό. Είναι σημαντικό το ότι, όπως προκύπτει από το προοίμιο του έργου του, ο Κοπέρνικος είναι πεπεισμένος ως προς τη φυσική υπόσταση της νέας κοσμολογίας, την οποία δεν θεωρεί με κανένα τρόπο ένα απλό νοητικό ή μαθηματικό πείραμα, αλλά ακριβή περιγραφή της φύσης. Βασικές διακηρύξεις του Κοπέρνικου είναι ότι οι ουράνιες σφαίρες δεν ανάγονται όλες σε ένα κοινό κέντρο, καθώς και το ότι το κέντρο της Γης δεν ταυτίζεται με το κέντρο του σύμπαντος. Το στερέωμα επεκτείνεται πολύ πέρα από την απόσταση ανάμεσα στη Γη και στον Ήλιο, και είναι ακίνητο, ενώ το σώμα που κινείται είναι η Γη. Η κίνηση του ηλίου είναι μια ψευδαίσθηση που προέρχεται από την κίνηση του δικού μας πλανήτη.

Στα πλαίσια της ηλιοκεντρικής θεωρίας, λίγο αργότερα, ο Γερμανός αστρονόμος Ιωάννης Κέπλερ καταλήγει ότι οι τροχιές των πλανητών γύρω από τον ήλιο είναι ελλείψεις, θέση η οποία είναι γνωστή σαν ο πρώτος εκ των τριών νόμων του Κέπλερ.

Ο Γαλιλαίος κατόπιν, που διατηρούσε στενή επαφή με τον Κέπλερ και ήταν κρυφός οπαδός της ηλιοκεντρικής θεωρίας, εκμεταλλεύτηκε την ανακάλυψη του τηλεσκοπίου με τη χρήση του οποίου και σε συνδυασμό με τους νόμους του Κέπλερ, επιβεβαίωσε την ηλιοκεντρική θεωρία. Κατέδειξε επίσης πως η υποσελήνια και η υπερσελήνια περιοχή του ουρανού αποτελούν ενιαίο και ομοιογενή φυσικό χώρο. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο ίδιος πίστευε και διακήρυττε πως αν ο Αριστοτέλης ζούσε κατά τον 17ο αιώνα και έκανε χρήση των νέων επιστημονικών οργάνων και παρατηρήσεων, τότε, ο αδιαμφισβήτητος επιστημονικός πυρήνας της σκέψης του θα τον παρακινούσε να ανατρέψει τις όποιες θεωρίες του ήταν αντίθετες με τα σύγχρονα επιστημονικά ευρήματα.

Γεννάται τώρα το ερώτημα του ποια είναι η προσέγγιση που πρέπει να έχει ο σύγχρονος άνθρωπος απέναντι σε δύο γεωμετρικά αντίθετες θεωρίες, έχοντας ως αφετηρία το σημερινό προηγμένο γνωστικό του επίπεδο. Το πρόβλημα παρουσιάζεται οξύτερο για τον σύγχρονο Τέκτονα, ο οποίος καλείται να παρατηρήσει και να ερμηνεύσει τα φαινόμενα απαλλαγμένος από προκαταλήψεις και δόγματα, προκειμένου να διευκολύνει την πορεία του προς το Φως.

Είναι πραγματικά εύκολο να απορρίψει κανείς την αριστοτελική θεώρηση σαν επιστημονικά παρωχημένη και να εστιάσει στην επαλήθευση της ηλιοκεντρικής θέσης. Κάτι τέτοιο όμως θα ήταν επιπόλαιο, αφού αυτής της μορφής η προσέγγιση είναι επιφανειακή. Διότι ο Αριστοτέλης θέλησε να δώσει απαντήσεις για τη μορφή και τη σύσταση του κόσμου που τον περιέβαλλε και τη θέση του ανθρώπου μέσα σε αυτόν. Δεν είναι μυθοπλάστης, ούτε καταφεύγει στην κατασκευή φανταστικών μοντέλων. Αντιθέτως, προσπαθεί η μέθοδός του να είναι επιστημονική σε μια εποχή που ο όρος δεν είχε καν εμφανιστεί.

Είναι δεδομένο ότι ο παραλληλισμός που επιχειρούμε ακολουθεί τις δικές μας τεκτονικές παραδοχές. Δηλαδή, παρατηρώντας τη φύση και τα φαινόμενα, προσπαθώντας να τα ερμηνεύσουμε και, δια της μεθόδου του «σώζειν τα φαινόμενα», να τα εντάξουμε εντός λογικών ακολουθιών και κανόνων όπου κυριαρχεί η αιτία, ο σκοπός και το αποτέλεσμα. Αναζητούμε έτσι τη δυνατότητα όχι μόνο της εξηγήσεως των φαινομένων, αλλά και της προβλέψεώς τους. Ωστόσο, γίνεται αμέσως κατανοητό ότι η προαναφερθείσα φράση «ακολουθεί τις δικές μας τεκτονικές παραδοχές» ακούγεται πλέον λίγο αδόκιμη, αφού εύκολα αρχίζουμε να σχηματίζουμε μια αρκετά αληθοφανή εικόνα σχετικά με την προέλευση και το περιεχόμενο φράσεων και αντιλήψεων του Τεκτονισμού.

H παραπάνω συνθήκη, της εξήγησης αλλά και πρόβλεψης των φαινομένων, διέπει όλον τον αρχαίο ελληνικό στοχασμό. Σχετικά με το αριστοτέλειο ηλιοκεντρικό μοντέλο, αντιλαμβανόμαστε ότι η διαθέσιμη εικόνα ήταν και είναι κοινή για όλους. Όλοι είχαν μπροστά τους τη φύση και τον κόσμο που τους περιέβαλλε. Όλοι μπορούσαν να δουν ένα σώμα να κινείται, να επιταχύνει ή να επιβραδύνει. Όλοι, καθισμένοι το βράδυ στην ύπαιθρο, μπορούσαν να μένουν έκθαμβοι από την ομορφιά και την πολυπλοκότητα του ουράνιου θόλου. Δεν φιλοσόφησαν όμως όλοι ούτε και προσπάθησαν να εξάγουν επιστημονικά συμπεράσματα, με τη σημερινή έννοια του όρου.

Ποια είναι λοιπόν η διαφορά του στοχαστή από τον αδιάφορο παρατηρητή; Νομίζω ότι η διαφορά βρίσκεται στην πνευματική εγρήγορση και την ανησυχία. Η επιθυμία για αναζήτηση και κατανόηση, η αδιάλειπτη ανάγκη να αναζητήσουν το φως, είναι αυτό που οδήγησε τη σκέψη σε μια άλλη διάσταση και άρχισε να ξεκλειδώνει σιγά-σιγά τις αλήθειες που μας περιβάλλουν. Είναι γεγονός ότι ο Αριστοτέλης έδωσε ιδιαίτερο βάρος στη φύση ή ακόμα ορθότερα στη φυσική υπόσταση των πραγμάτων. Έχοντας ως δεδομένα τις σκέψεις των προγενέστερων και τα λιγοστά εφόδια που μπορούσε να του παρέχει η παρατήρηση στην εποχή του, χωρίς τη συνδρομή οργάνων και λοιπών εργαλείων, κατάφερε να κατασκευάσει ένα κοσμολογικό μοντέλο.

Πως θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε; Αναλογικά συνεπές και λειτουργικό.

Είναι προφανές ότι τα κενά συμπληρώνονται από μια υπόθεση, αφού δε διαθέτουμε τα μέσα πειραματικής επαλήθευσης. Η υπόθεση όμως δεν είναι αυθαίρετη και αυτός είναι ο λόγος που παραπάνω ξεχωρίσαμε το επίτευγμα από τη μυθοπλασία. Αντιθέτως αποτελείται από μια αλληλουχία αιτίων και αποτελεσμάτων που για την εποχή της είναι συνεπής με τα διαθέσιμα μέσα και την ανθρώπινη λογική, χωρίς να έρχεται σε προφανή αντίθεση με κάποια συνθήκη, από αυτές που ήταν δυνατόν να πραγματευθεί η εν λόγω εποχή. Καταλήγει λοιπόν το μοντέλο αυτό να είναι λειτουργικό αφού δίνει μια βάση κοσμολογικής θεώρησης, η οποία κατά κύριο λόγο επαληθεύεται από την παρατήρηση και δε διαψεύδεται εντός των συγκεκριμένων χρονικών πλαισίων.

Το πόσο λειτουργικό ήταν αυτό το μοντέλο, μπορούμε να το αντιληφθούμε σήμερα με ασφάλεια, παρατηρώντας ότι κυριάρχησε με μικρές διαφοροποιήσεις για παραπάνω από 15 αιώνες.

Ήταν αληθινό; Με τα σημερινά πρότυπα όχι. Με τα δεδομένα της εποχής του σίγουρα ναι. Καταλήγει λοιπόν κανείς στο συμπέρασμα ότι η αλήθεια είναι σχετική; Είναι αρκετά περίπλοκο να απαντηθεί κάτι τέτοιο. Μπορεί κανείς εύκολα να το αποδεχθεί όταν αφορά σε ζητήματα που είναι άμεσα συνυφασμένα με τις ανθρώπινες αντιλήψεις, π.χ. «τι είναι καλό;» – «τι είναι κακό;» ή «τι είναι ηθικό;» – «τι είναι ανήθικο;». Τι γίνεται όμως όταν αναφερόμαστε σε ζητήματα αυθύπαρκτα, έξω από την ανθρώπινη οντότητα, όπως αυτά που πραγματεύεται η κοσμολογία του Αριστοτέλη ;

Θεωρώ πως πρέπει πάλι να ανατρέξουμε στους δικούς μας τεκτονικούς προβληματισμούς. Αναζητούμε το Φως, αλλά δεν ευρίσκουμε αυτό ποτέ τελείως. Βλέπουμε όμως ορισμένες ακτίνες του. Το αριστοτελικό μοντέλο πράγματι βρήκε ορισμένες ακτίνες φωτός αντιλαμβανόμενο έννοιες όπως της σύστασης των πραγμάτων, της αέναης κίνησης των ουρανίων σωμάτων, της σφαιρικότητας της Γης. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι, με την επίδρασή του, αυτές τις ακτίνες φωτός τις έκανε ευρύτερα ορατές και στους άλλους, δίνοντας το υπόβαθρο αλλά και το κίνητρο της περαιτέρω αναζήτησης, της συνέχισης της πορείας προς το φως. Θα μπορούσαμε να εντάξουμε το μοντέλο αυτό μέσα σε μια πορεία αδιάκοπης εξέλιξης, στην οποία δεν μπορούμε να απορρίψουμε κάτι με κριτήρια μεταγενεστέρου σταδίου της εξέλιξης, αλλά αντιθέτως να το αποδεχθούμε με βάση τα κριτήρια του σταδίου μέσα στο οποίο αυτό εμφανίστηκε. Ας αναλογιστούμε και πάλι τις ρήσεις του Γαλιλαίου, ο οποίος μαζί με τους συγχρόνους του ανατρέπει το αριστοτελικό μοντέλο, αλλά και του αναγνωρίζει αναμφισβήτητα επιστημονικό πυρήνα στη σκέψη του, και τη θεώρηση πως με διαφορετικά δεδομένα εκ του ασφαλούς θα κατέληγε σε διαφορετικά συμπεράσματα.

Η αριστοτελική μεθοδολογία αν και ο φιλόσοφος μάλλον θα το επιθυμούσε, σαφώς και δεν καταφέρνει να είναι επαγωγική και, βεβαίως, δε θα μπορούσε να είναι στην εποχή της. Καλό όμως είναι να μην ξεχνάμε ότι η επαγωγική προσέγγιση, παρότι επικράτησε επί μακρόν και της οφείλουμε πολλά, εμφάνισε αξεπέραστα προβλήματα και στο τέλος εγκαταλείφθηκε. Η αξία της στις επιστημονικές και φιλοσοφικές προσεγγίσεις του 20ου αιώνα, δεν μπορεί να μη βάλει σε σκέψεις αντιπαραβολής και επιδοκιμασίας της λογικής του Σταγειρίτη. Νομίζω ότι είναι άξια αναφοράς η γνωστή θέση του Αριστοτέλη περί του «κινούντος» και η αναγωγή του «πρώτου κινούντος» στην έννοια του θείου. Δεν μπορώ, επίσης, να μη σχολιάσω την απόλυτα εξυψωμένη έννοια του θείου, αλλά και την εντελώς α-θρησκευτική προσέγγισή της, προσέγγιση την οποία θα τολμήσω να χαρακτηρίσω ως τη λιγότερο μεταφυσική που έχω συναντήσει ποτέ.

Τελειώνοντας την αναφορά μας θα πρέπει να εντάξουμε το γεωκεντρικό μοντέλο μέσα στην ευρύτερη κατεύθυνση της αρχαιοελληνικής σκέψης, η οποία είναι κατά κανόνα ανθρωποκεντρική. Ο αρχαίος Έλληνας στοχαστής δε διερωτάται απλά για τον κόσμο που τον περιβάλλει, αλλά πάντα δίνει βαρύτητα στο ποια είναι η θέση του ανθρώπου μέσα σε αυτό το σύμπαν. Ίσως αυτή η ανησυχία να αποτελεί την αφετηρία όλου τού στοχασμού του. Η εξέχουσα θέση του ανθρώπου μέσα στη δημιουργία βρίσκεται σε πλήρη αρμονία με τη γεωκεντρική θεώρηση, δεδομένου ότι είναι λογικότατο να επικεντρώνεται στο χώρο που αυτός ζει και κινείται, στο χώρο δηλαδή που είναι άμεσα αντιληπτός από τις αισθήσεις του. Αυτή η προσέγγιση του ανθρώπου και του ατόμου μπορεί να μας δώσει ικανοποιητικές απαντήσεις στο γιατί στον αρχαίο ελληνικό χώρο εμφανίστηκαν και αναπτύχθηκαν ανθρωπιστικές επιστήμες, σε βαθμό μοναδικό στην εποχή του.

Καλό είναι πάντα να θυμόμαστε πως το γεωκεντρικό πρότυπο έχει μια συνέπεια ως προς την αρχική παρατήρηση του ανθρώπου και παρότι επιστημονικώς έχει ξεπεραστεί έχει αφήσει έντονα τα σημάδια του στην ανθρώπινη αντίληψη και έκφραση. Εξακολουθούμε να χρησιμοποιούμε όρους που περιγράφουν την πορεία του ηλίου κατά τη διάρκεια της ημέρας, ενώ άπαντες βεβαίως γνωρίζουμε ότι αν και δεν είναι ο ήλιος που διαγράφει την τροχιά του γύρω από τη Γη αλλά το αντίθετο, αποδεχόμαστε εύκολα και χωρίς κανένα αίσθημα δυσφορίας την παραπάνω θέση.

Ας πραγματοποιήσουμε όμως ένα μεγάλο άλμα αρκετών αιώνων και ας δούμε κάποιους από τους λόγους για τους οποίους οι νέες θεωρήσεις περί ηλιοκεντρικού συστήματος παρουσιάζουν τεκτονικό ενδιαφέρον. Είναι προφανές ότι όσα αναφέρθηκαν παραπάνω περί πνευματικής εγρήγορσης, στοχασμού, παρατηρήσεως των φαινομένων και δημιουργίας λειτουργικών μοντέλων βάσει των δεδομένων της εποχής ισχύουν κι εδώ. Παρουσιάζει όμως ιδιαίτερο ενδιαφέρον το ιστορικό πλαίσιο της εποχής.

Η αριστοτελική θεωρία έχει παγιωθεί, αποτελεί γενικά μια παραδεδεγμένη αλήθεια καθώς και τον πόλο γύρω από τον οποίο περιστρέφεται η διδακτική ύλη των πανεπιστημίων της εποχής. Κατ’ ουσίαν μπορεί να πει κανείς ότι πλέον έχει ξεφύγει από τα όρια της αυθεντίας και τείνει να αποκτήσει την έννοια του δόγματος. Σημαντικότατο ίσως και τον πρωτεύοντα ρόλο παίζει σε αυτό η στάση της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, η οποία έχει σε μεγάλο βαθμό υιοθετήσει τις αριστοτελικές θεωρήσεις, διότι κρίνει ότι είναι σύμφωνες με τη θεολογική διδασκαλία περί της δημιουργίας και της δομής του κόσμου, δίνοντάς τους πλέον μια εντελώς διαφορετική διάσταση. Οι αριστοτελικές θεωρήσεις, από γνωσιολογικές ή και επιστημονικές προσεγγίσεις αποκτούν το χαρακτήρα των θεμελίων ή ορθότερα της ασπίδας του θεολογικού δόγματος, το οποίο σε καμία περίπτωση δε θεωρείται διαπραγματεύσιμο.

Αποδεχόμαστε ότι ο Τεκτονισμός είναι θεσμός φιλελεύθερος και προοδευτικός, αντιτιθέμενος στη συντήρηση, ενάντιος σε κάθε είδους δογματική προσέγγιση, ο οποίος όχι μόνο αναζητεί την αλήθεια, αλλά είναι και υπέρμαχος αυτής. Η μετάβαση στην ηλιοκεντρική θεωρία και ειδικά ο τρόπος με τον οποίο αυτή εμφανίσθηκε και προβλήθηκε, πιστεύω ότι μπορεί να μας δώσει μια παραστατικότατη προσέγγιση σχετικά με το τι σημαίνει αναζητώ την αλήθεια, προασπίζω αυτή και αντιτίθεμαι σε οποιουδήποτε είδους δόγμα, αν κρίνω ότι δε συνάδει με την αδιαπραγμάτευτη επιθυμία μου να κινηθώ προς το φως.

Κατά το 16ο αιώνα και στις αρχές του 17ου αιώνα, το να αμφισβητήσεις το αριστοτελικό μοντέλο ήταν εξόχως προβληματικό, δεδομένου ότι θα έπρεπε να αψηφήσεις μια σειρά εμποδίων, τα οποία ήταν κλιμακούμενης επικινδυνότητας. Στα πλαίσια της επιστημονικής κοινότητας, οι παγιωμένες θέσεις αποτελούσαν το θεμέλιο του στοχασμού, τη βάση της λειτουργίας των ιδρυμάτων και την ασφαλή μέθοδο ανέλιξης στην οικεία ιεραρχία. Εύκολα μπορεί να καταλάβει κανείς ότι κομίζοντας «καινά δαιμόνια» κινδύνευες άμεσα να χαρακτηριστείς τουλάχιστον γραφικός, χάνοντας οποιαδήποτε εχέγγυα αξιοπιστίας και κατά συνέπεια την απαραίτητη εύνοια του συνήθως ισχυρού και ευγενούς χρηματοδότη, ο οποίος φρόντιζε για την απρόσκοπτη εκ μέρους σου διεξαγωγή της πνευματικής και επιστημονικής σου εργασίας, καθώς και για την προβολή του έργου σου στους κατάλληλους κύκλους μέσω των οποίων θα αποκτούσε ευρύτερη απήχηση και αναγνώριση.

Αν αναλογιστούμε ότι το παραπάνω είναι κάτι που εύκολα ή δύσκολα ξεπερνιέται, τότε καλό θα είναι να λάβουμε σοβαρά υπ’ όψιν μας ότι διέτρεχες σοβαρότατο κίνδυνο να χαρακτηριστείς αιρετικός, ευρισκόμενος σε αντίθεση με το επίσημο δόγμα της εκκλησίας, έχοντας πλέον αρκετά καλές πιθανότητες να καταλήξεις στην πυρά. Μπορούμε όλοι να αντιληφθούμε τι σημαίνει η ένταξη μιας θεωρίας στα πλαίσια εξυπηρέτησης μιας οποιασδήποτε πολιτικής και τι σημαίνουν ακολούθως οι άσχετοι με την πνευματική δραστηριότητα κίνδυνοι που ανακύπτουν. Έχει άλλωστε αποδειχθεί ιστορικά ότι η απροκάλυπτη κατασταλτική επέμβαση δεν είναι ικανή ούτε να περιορίσει την ελευθερία του πνεύματος ούτε και να διακόψει την αναζήτηση της αληθείας και την πορεία προς αυτήν.

Σαν πνευματικά εργαζόμενοι άνθρωποι καλό είναι να γνωρίζουμε πώς χρησιμοποιούνται οι μέθοδοι διαστρέβλωσης της αλήθειας και πως επιτυγχάνεται εκ του ασφαλούς ο επιδιωκόμενος αποπροσανατολισμός. Καλό είναι να θυμόμαστε ότι καταφέρνουμε μεν να βλέπουμε κάποιες ακτίνες του φωτός μέσα από την αναζήτησή μας, αλλά ότι οι ακτίνες του φωτός έχουν κατευθυντικότητα και ως τέτοιες εύκολα στρέφονται προς μια έξωθεν επιθυμητή κατεύθυνση.

Η Εκκλησία, στην προσπάθεια προάσπισης του δόγματος, δεν αρκέστηκε στην ευθεία απειλή, καθώς σύντομα κατάλαβε ότι συχνά μπορούσε να είναι αναποτελεσματική. Δεδομένου ότι στις τάξεις της διέθετε, αλλά και από τις τάξεις της προήλθαν, μερικοί από τους μεγαλύτερους διανοητές στην ανθρώπινη ιστορία, εύκολα βρήκε και πιο εκλεπτυσμένες μεθόδους έκφρασης της συντήρησης.

Θα αναφερθώ σε αυτό που έγινε γνωστό με την ονομασία «θεωρία της διπλής ή διττής αληθείας». Σύμφωνα με αυτήν, ο φιλόσοφος, ο ερευνητής ή ο επιστήμονας δικαιούται να χρησιμοποιεί τις λογικές του δυνάμεις για τη διερεύνηση των φυσικών πραγμάτων, εφόσον η λογική είναι και αυτή ένα από τα θεμελιακά χαρίσματα που έδωσε ο Θεός στον άνθρωπο. Η άσκηση αυτή είναι δυνατόν να αποφέρει συμπεράσματα που αντίκεινται σε ορισμένες θεολογικές παραδόσεις. Είναι θεμιτό να προβάλει ο στοχαστής αυτά του τα ευρήματα, με τη μορφή όμως νοητικών πειραμάτων και θεωρητικών εικασιών. Οι προτάσεις αυτές μπορούν να διεκδικήσουν λογικό ή μαθηματικό κύρος. Δεν επιτρέπεται όμως, εάν αντίκεινται στο παραδοσιακό κοσμοείδωλο, να ισχυρισθούμε ότι έχουν φυσική υπόσταση, ότι περιγράφουν δηλαδή τον τρόπο με τον οποίο είναι φτιαγμένος ο κόσμος. Σε κάθε περίπτωση, θεματοφύλακας της αλήθειας για το πως έπλασε ο Θεός τον κόσμο είναι το επίσημο δόγμα. Κατά την αρχή της διττής αληθείας οι διανοητικοί πειραματισμοί του επιστήμονα δε θίγουν τη θεολογική αυθεντία. Τα πράγματα έχουν δύο διαστάσεις, τη λογική-φυσική και την υπέρλογη-μεταφυσική. Υπό την προϋπόθεση ότι ο φιλόσοφος αποδέχεται τη διάκριση αυτή και περιορίζεται σε θεωρητικές έρευνες που δε στοχεύουν στην ανατροπή των δογμάτων της πίστεως είναι ελεύθερος να ερευνά τα φυσικά φαινόμενα με το λόγο και μόνο. Η αλήθεια όμως με την εμφατική και θεμελιακή έννοια παραμένει στην αποκλειστική δικαιοδοσία της Εκκλησίας.

Από τα παραπάνω θα μπορούσε εύκολα κανείς να θεωρήσει ότι έτσι αφέθηκε κάποιο περιθώριο στην επιστημονική σκέψη και χώρος για να αναπτυχθεί. Η πραγματικότητα όμως είναι ότι πρόκειται για μια καλά κρυμμένη επίθεση στον ίδιο τον πυρήνα της επιστημονικής σκέψης, αφού την υποβιβάζει από εργαλείο ερμηνείας της πραγματικότητας σε παιχνίδι και άσκηση νοητικού πειραματισμού, χωρίς ουσιαστικά επακόλουθα.

Αναφερόμενοι στον Κοπέρνικο, είδαμε ότι ο ίδιος πίστευε πως η θεωρία του αποτελούσε ακριβή περιγραφή της πραγματικότητας, το διακήρυττε στο προοίμιο του έργου του, το οποίο είχε μάλιστα το θάρρος να αφιερώσει στον ίδιο τον Πάπα Παύλο τον Γ΄, έχοντας την ατυχή πεποίθηση πως στην εποχή του πλέον απευθυνόταν σε μια αρκετά πεφωτισμένη Εκκλησία. Ας δούμε λοιπόν πώς εφαρμόστηκε στην πράξη η θεωρία της διττής αληθείας στην περίπτωση του Κοπέρνικου. Το έργο του δημοσιεύτηκε το 1543 λίγο μετά το θάνατό του, όπου αυτόκλητα ανέλαβε να το προλογίσει ο θεολόγος Andreas Ossiander, προτάσσοντας μάλιστα έναν ανυπόγραφο πρόλογο, ο οποίος αναιρούσε όλα όσα ο ίδιος ο Κοπέρνικος πίστευε και με θάρρος απηύθυνε στον Ποντίφηκα. Είναι πραγματικά διαφωτιστικό να διαβάσουμε ένα απόσπασμα του προλόγου του Ossiander :

«Αποτελεί καθήκον του αστρονόμου να συνθέτει την ιστορία των ουρανίων κινήσεων με τη βοήθεια προσεκτικής και εξειδικευμένης μελέτης. Θα πρέπει, συνεπώς, να συλλάβει με το νου και να περιγράψει τα αίτια τούτων των κινήσεων ή να κάνει υποθέσεις σχετικά με αυτά. Δεδομένου ότι δεν μπορεί με κανένα τρόπο να προσεγγίσει τα αληθή αίτια, είναι υποχρεωμένος να υιοθετήσει τις υποθέσεις εκείνες που θα του επιτρέψουν να υπολογίσει σωστά τις κινήσεις που θα πραγματοποιηθούν στο μέλλον ή έλαβαν χώρα στο παρελθόν, βασιζόμενος στις αρχές της γεωμετρίας. Ο συγγραφέας του παρόντος έργου έχει ανταπεξέλθει και στα δύο καθήκοντα με τρόπο έξοχο. Διότι οι υποθέσεις αυτές δεν χρειάζεται να είναι αληθείς, ούτε καν πιθανές. Αντιθέτως, θα ήταν αρκετό εάν μπορούσαν να προκύψουν από αυτές υπολογισμοί συνεπείς προς τις παρατηρήσεις.»

Είναι νομίζω ξεκάθαρο ότι στο κείμενο αυτό δεν επιχειρείται η απόκρυψη της αλήθειας, αλλά η υποβάθμισή της. Κατ’ ουσίαν, εδώ προασπίζεται το δόγμα με έναν πιο εύπεπτο τρόπο, ο οποίος όμως αποσαθρώνει την αξία του έργου και επιχειρεί να εκμηδενίσει την απήχησή του. Εννοείται βεβαίως πως η ασφαλιστική δικλείδα της καταστολής παραμένει πάντα υπαρκτή, και όντως εφαρμόστηκε στην περίπτωση του έργου του Κοπέρνικου, όπου όταν έγινε αντιληπτό ότι παρά τις μεθοδεύσεις άρχισε να έχει ευρύτατη απήχηση, το 1616 περιελήφθη στον Index των απαγορευμένων βιβλίων του Βατικανού.

Καλό είναι λοιπόν να έχουμε ιδιαίτερα αυξημένη επιφυλακτικότητα και έντονο σκεπτικισμό ως προς τα όσα λέγονται και μας παρουσιάζονται.

Φοβάμαι πως η περίοδος εμφάνισης του ηλιοκεντρικού μοντέλου συμπίπτει με την εποχή του τέλους της αθωότητας. Δεν έχουμε πλέον να αντιμετωπίσουμε μόνο την άγνοιά μας προκειμένου να αποκρυπτογραφήσουμε τα θαυμαστά μυστικά που κρύβονται περιμένοντας τον επίμονο εργάτη να τα προσεγγίσει. Έχουμε να αντιμετωπίσουμε και τη σκοπιμότητα, η οποία θέλει να πατρονάρει τη σκέψη μας και να την οδηγήσει σε συγκεκριμένα μονοπάτια. Αυτό καθιστά το έργο μας ακόμα πιο περίπλοκο και επίπονο, γιατί ανάμεσα σε μας και στα φαινόμενα μπαίνει ένας παραμορφωτικός φακός, ο οποίος αφήνει να απεικονισθεί στον παρατηρητή μια εξωπραγματική διάσταση, με αποτέλεσμα η ερμηνεία a priori να κατευθύνεται σε λανθασμένες οδούς, αφού αδυνατούμε να συλλάβουμε την ορθή διάσταση της αφετηρίας μας. Τελικώς, το ερώτημα «τι είπε;» αν και θα έπρεπε να είναι το πρώτο στην ιεράρχησή μας, δυστυχώς πρέπει να τίθεται σε ακολουθία του ερωτήματος «ποιος το είπε;».

Νομίζω ότι σαν Τέκτονες του Αρχαίου και Αποδεδεγμένου Σκωτικού Τύπου είμαστε ιδιαιτέρως προνομιούχοι, ακριβώς διότι εξ ορισμού ο θεσμός μάς καλεί να σπάσουμε τα στεγανά που μπορούν να περιορίσουν τη σκέψη μας και δεν προσπαθεί, έστω και συγκεκαλυμμένα, να μας βάλει σε καλούπια «εξ αποκαλύψεως αληθειών». Απαιτεί από μας τη διάθεση να πραγματευθούμε τα πάντα, προειδοποιώντας μας για τον πόνο της εργασίας μας, στηριζόμενος σ’ εμάς για να πάμε τον εαυτό μας και τον ίδιο το θεσμό ένα βήμα πιο κάτω.

Τελικά το δυστύχημα είναι ότι το Φως δε θα ανευρίσκεται ποτέ πλήρως.

Το ευτύχημα όμως είναι ότι σαν Τέκτονες μαθαίνουμε πως εναπόκειται αποκλειστικά σ’ εμάς να βλέπουμε όλο και περισσότερες ακτίνες του.

Δ.Π.
Σ.Στ. Ήλιος
25 Απριλίου 2013

(Ο Σκωτικός Τεκτονισμός πρεσβεύει την απόλυτη ελευθερία συνείδησης, σκέψης, έκφρασης. Έτσι, κάθε αναρτώμενο κείμενο συνιστά απόλυτα προσωπική έκφραση του συντάκτη του, δίχως οποιαδήποτε σχετική θέση του Τεκτονικού σώματος).

Το βρήκατε ενδιαφέρον; Μοιραστείτε το...

Facebook
Twitter
LinkedIn
Pinterest
Email
Εκτύπωση

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Scroll to Top